Αναφορά για
τη νύχτα που πέρασα.
Είναι
τρία βράδια πριν παρατήσω τη Θεσσαλονίκη
για να φύγω για μεταπτυχιακό στη Δανία.
Είμαι σε μια φάση αποχαιρετισμού προς
όλους – φίλους, γνωστούς, τόπους,
καταστάσεις. Μετά από ένα βράδυ αράγματος
στην αγαπημένη πλατεία Ναυαρίνου γυρνάω
στο σπίτι γύρω στις τρεις τα μεσάνυχτα,
ελέγχω κάποια πράγματα στον υπολογιστή
και δοκιμάζω να πέσω για ύπνο. Την ώρα
που ο ύπνος ξεκινά να με πιάνει ακούω
κάποιες φωνές:
“Άννυ!
Άννυ, όχι μη!”
Ένα
δυνατό χτύπημα στο έδαφος ακούγεται
και πριν καν περάσει ένα λεπτό, η ίδια
φωνή ακούγεται και πάλι να καλεί σε
βοήθεια σε απελπισμένο τόνο. Ζητά να
φωνάξει κάποιος το 166 και αμέσως μετά
καλεί κάποιον Βασίλη να έρθει αμέσως.
Το όνομά μου είναι Βασίλης και μέσα στην
κατάσταση ύπνου που σχεδόν βρίσκομαι
οι συνειρμοί μου έρχονται και φέυγουν:
ο άνθρωπος αυτός καλεί άραγε εμένα
γνωρίζοντας πως είμαι ο γείτονας με
σχεδόν πάντα ανοιχτό το φως σε τέτοιες
ώρες; Σοβαρεύομαι και σκέφτομαι πως
προφανώς δεν είμαι εγώ αυτός. Με εξαίρεση
δύο-τρία άτομα, δεν έχω καθόλου παρτίδες
με άτομα από τη γειτονιά, κι ας μένω εδώ
δεκαεννιά χρόνια. Σηκώνομαι και για
κάποιο λόγο έχω την εντύπωση πως η όλη
υπόθεση αφορά ένα παιδί το οποίο έπεσε
από το μπαλκόνι. Ένας ήχος σαν πνιχτός
ξερόβηχας ακούγεται και ο άνδρας φνωάζει
πως ίσως υπάρχει περίπτωση να ζήσει,
ξανακαλώντας για βοήθεια, ξανακαλώντας
το Βασίλη. Μου καρφώνεται στο νου το
σενάριο ενός απρόσεκτου πατέρα που
κρατά στην αγκαλιά του το παιδί του στο
μπαλκόνι και μετά από μια άτσαλη κίνηση
του φεύγει από τα χέρια. Την ώρα που
σκέφτομαι αυτά ντύνομαι, βγαίνω στο
μπαλκόνι, ρωτάω τον άνθρωπο τι χρειάζεται,
ξανακούω για το 166, μπαίνω μέσα, τηλεφωνώ,
είμαι στην αναμονή για περίπου τρία
λεπτά, υποθέτω πως ήδη κάποιος τηλεφωνεί
και έτσι το κλείνω και κατεβαίνω κάτω.
Ανοίγω την πίσω πόρτα, πηδάω το χώρισμα
των οικοδομών και φτάνω στο σημείο
“μηδέν”. Ο άνδρας με το εσώρουχό του
βρίσκεται πάνω από την αιμόφυρτη γυναίκα
– και οι δύο τους γύρω στα σαράντα –
και οδύρεται παρακαλώντας τη να ζήσει
και παράλληλα ουρλιάζοντας για βοήθεια.
“Σας
παρακαλώ ρε παιδία φωνάξτε κάποιον,
κάποιος με αυτοκίνητο, Βασίλη, έλα με
το αυτοκίνητο, τόση ώρα θα την είχαμε
πάει στο εφημερεύον!”
Αγγίζω
το χέρι της κοπέλας, το πρόσωπό της είναι
γεμάτο με αίματα, φοράει μια ρηχτή
μπλούζα μέσα από την οποία διακρίνεται
ο στηθόδεσμός της, φορά ένα κάτω εσώρουχο
και τα πόδια της είναι γυμνά. Ο άνδρας
είναι από πάνω της και του κάνω νόημα
να κάτσει λίγο πιο πέρα για να μπορεί η
κοπέλα να πάρει αέρα. Του ζητάω να
γυρίσουμε την κοπέλα ανάσκελα και δε
με αφήνει λέγοντάς μου πως ίσως έτσι
πνιγεί στο από το αίμα. Συνεχίζω να
κρατάω το χέρι της και όσο τη σφίγγω
ξεροβήχει και πάλι και παίρνει κάποιες
κοφτές ανάσες. Της μιλάω συνεχώς, τρίβω
στην πλάτη τον άνδρα και του ρωτάω το
όνομά του. Είναι ο Χρήστος. Ο Χρήστος
και η Άννυ. Η ιστορία συνεχίζει στον
ίδιο τόνο ώσπου κάποιοι αστυνομικοί
εμφανίζονται. Ενημερώνουν πως το ΕΚΑΒ
είναι στο δρόμο του, μα δεν κάνουν άλλο
από το να εξοργίζουν περισσότερο το
Χρήστο ο οποίος φωνάζει:
“Ρε
παιδιά αναπνέει ακόμα, να την πάμε με
το περιπολικό στο νοσοκομείο να την
προλάβουμε ρε παιδιά, σας παρακαλώ
γαμώτο!”
Το
ΕΚΑΒ φτάνει, οι ειδικοί παίρνουν θέση,
εγώ σηκώνομαι και λαμβάνω τη θέση του
κοντινού παρατηρητή. Παίρνουν παλμό,
θέτουν σε λειτουργία τα όργανά τους,
ενώ εγώ νοιώθω πως έχω τη θέση του
παρείσακτου. Προσπερνάω διακριτικά
τους πάντες, κάποιοι με κοιτούν, κανείς
δε μου δίνει ιδιαίτερη σημασία, φεύγω
από την είσοδο της πολυκατοικίας και
προκειμένου να γυρίσω σπίτι μου κάνω
τον κύκλο του τετραγώνου. Μπαίνω στην
οικοδομή μου, κλείνω την πίσω πόρτα από
την οποία είχα βγει πριν, ανεβαίνω πάνω
και το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να
πάρω στα χέρια μου το σαμανικό μου
τύμπανο. Το κρούω βγάζοντας μερικές
άναρθρες ευχές για την ομαλή έκβαση των
γεγονότων. Αφήνω το τύμπανό μου στη θέση
του. Ξεντύνομαι και λαμβάνω τη θέση του
παρατηρητή εκ των άνωθεν από τη θέση
του μπαλκόνιού μου. Τα πράγματα δείχουν
πως η Άννυ απεβίωσε. Ο Χρήστος έχει φύγει
πίσω. Εγώ νοιώθω πως είχα τη θέση ενός
αρχαίου Ερμή ψυχοπομπού ή μιας Εκάτης.
Δεν υπήρχε κάποιος λόγος να βρίσκομαι
εκεί. Δεν είναι δουλειά μου. Δεν είμαι
αστυνομικός, ιατροδικαστής ή γιατρός.
Κανένας γείτονας δεν πλησίασε τόσο. Εγώ
απλώς βρέθηκα εκεί για να μιλήσω στην
κοπέλα, να στηρίξω τον άνδρα και να φύγω
όταν πολλοί άνθρωποι μαζεύτηκαν, χωρίς
κανένας να μη με έχει παρατηρήσει. Ίσως
πήρε μια ιδέα μου η κοπέλα, ίσως μια πολύ
μικρότερη ο άνδρας.
Η
ώρα περνάει και από τις συζητήσεις κάτω
– από όσα μπορώ να ακούσω – ο ιατροδικαστής
έχει άδεια μέχρι τις 15 Αυγούστου και
πρέπει να έρθει κάποιος άλλος στη θέση
του ή κάτι τέτοιο. Η ηλικία του Χρήστου
είναι 44 και η κοπέλα έχει κάποια
ψυχολογικά. Ένας από τους παρευρισκόμενους
αστυνομικούς ή γιατρούς σχολιάζει πως
ένα από τα χτυπήματα πιθανόν να προκλήθηκε
από την πρόσκρουση σε ένα κάγκελο από
τα κάτω μπαλκόνια. Ο Χρήστος και η μητέρα
της κοπέλας πλησιάζουν πού και πού και
φωνάζουν μοιρολογώντας.
Μία
εβδομάδα πριν τελείωσα το βιβλίο
“Σχεδιασμός θανάτου” του Timothy
Leary. “Πρόκειται να πεθάνετε; Οργανώστε
ένα πάρτι στο σπίτι!”. Αλλά δε νομίζω
να ήταν μια τέτοια περίπτωση.
Η
γειτονιά δε θα μπορούσε να μου επιφυλάσσει
καλύτερο αποχαιρετισμό από αυτόν. Η
μητέρα της κοπέλας μιλά στο τηλέφωνο
και λέει:
“Δεν
υπάρχει πιο τραγικό απ' αυτό”.
Συμπέρασμα: Άννυ τι να σου κάνουν κι οι σαμάνοι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοιτα να δεις! Και κοντα στο σπιτι μου προσφατως αυτοκτονησε ενας κυριουλης -πρωην μπατσος- πηδωντας απο ενα μπαλκονι, ωστοσο δεν προλαβα τη βαβουρα γιατι ημουν αθηνα τοτε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠως να πονέσεις τους γύρω σου χωρίς να τους ακουμπήσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήfuck. μια φορά σε μια διπλανή πολυκατοικία, ενώ περνούσα από κάτω, μια γυναίκα έτρεξε από μέσα από το σπίτι και πετάχτηκε στα κάγκελα θέλοντας να πηδήξει (βέβαια ήταν πρώτος όροφος, δεν ξέρω αν ήθελε να αυτοκτονήσει ή απλά να... φύγει) άλλα την πρόλαβε ένας άντρας και την έπιασε... και της έλεγε "μη φωνάζεις, μας ακούει όλη η γειτονιά"
ΑπάντησηΔιαγραφή