Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάνατος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Σημείο-Τελεία-Τάφος-Μνήμα

Σημείο-Τελεία-Τάφος-Μνήμα
onesecbeforetheend

Η παραδοσιακή σημειωτική βασίζεται στα σημεία. Ένα σημαίνον (παράγοντας σήμανσης) νοηματοδοτεί ένα σημαινόμενο. Η πράξη αυτή ορίζει ένα σημείο και ένα νόημα. Η παράδοση στην αρχαιότητα ήθελε το "σήμα" να είναι το σημείο που ορίζει έναν τάφο. Η νοηματoδότηση, η σήμανση μιας ύπαρξης ερχόταν στο τέλος. "Είναι το τέλος που δίνει το νόημα στις λέξεις," μπεκετικά. "Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα," μακιαβελλικά (Il fine giustifica i mezzi, "the end justifies the means," το τέλος δικαιολογεί τα νοήματα). Με τα "μέσα" του Μακλούαν να περιφέρονται στην ατμόσφαιρα. Η θεωρία της επικοινωνίας έχει ως σκοπό την αναμετάδοση (αποστολή και λήψη) νεκρών μηνυμάτων τα οποία αποκτούν ζωή με βάση τη νοηματοδότησή τους στο χρόνο εντός νέων πλαισίων. Τα "μέσα" που χρησιμοποιούνται, όμως, έχουν μία διπλή εσώτερη διαλεκτική ιδιότητα ως ενδιάμεσοι μεταξύ παραγόντων: κρύβουν ό,τι παρουσιάζουν. Χουσσερλιανά, με τη χρήση των μέσων το σημείο της αναπαράστασης αντικαθιστά το σημαινόμενο. Μία φωτογραφία που παρουσιάζει το αγαπημένο μας πρόσωπο που απουσιάζει και κοιτάμε νοσταλγικά είναι η απόδειξη ότι το πρόσωπο δεν είναι εδώ και πάντα ενέχει τον κίνδυνο της δημιουργίας ενός ειδώλου.

Η τελεία είναι ένα σημείο στίξης που υποδηλώνει το τέλος μίας πρότασης και την ολοκλήρωση ενός νοήματος. Το τέλος και η τελειότητα είναι συγγενικές έννοιες. Στην τελειότητά του κάτι χάνει το νόημα ύπαρξής του. Φαουστικά, εάν ο θεός είναι τέλειος δε μπορεί να υπάρχει. Το ότι κάτι είναι τέλειο και άπειρο (δίχως πέρας) είναι μια λεκτική αντίφαση την οποία καταλαβαίνουμε ίσως με μια αντιμετάθεση του στερητικού "α:" κάτι το ατελές και πεπερασμένο. Και οι λατινικές ρίζες οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: fine, finite. Ο ενδιάμεσος για έναν θεό (ιερέας, ψυχολόγος, δημοσιογράφος) είναι το πρόσωπο που απομακρύνει όλο και περισσότερο από την εμπειρία που παρουσιάζει. Ο ιερέας απομακρύνει τον πιστό από την πνευματική εμπειρία, ο ψυχολόγος τον ασθενή από την ψυχή, ο δημοσιογράφος το κοινό από τα κοινά.

Ο τάφος είναι η επιβεβαίωση ενός θανάτου. Είναι το ακόλουθο μιας τέλεσης κηδείας (επιμέλειας, φροντίδας), το τέλος της τελετής. Η απόδειξη ότι κάποιος ζούσε είναι η ταφή του, το επι-στέγασμα, η τελική κατοικία. Ιουδαϊκά, κάποιος ζει στις αναμνήσεις των άλλων. Εκεί έγκειται η νοηματοδότηση. Ένα σημαινόμενο ορίζεται μόνο από τα σημαίνοντα. 

Η λέξη "μνήμα" εξηγεί περισσότερα για αυτήν τη διαλεκτική. Τα δύο ποτάμια του Κάτω Κόσμου, της "Μνήμης" και της "Λήθης" ίσως βρίσκουν μια παραλληλία στα δύο δέντρα του Παραδείσου: το δέντρο της ζωής και το δέντρο της γνώσης. Ένα μνήμα είναι η απόδειξη του θανάτου (όπως ο τάφος), μα εξυπηρετεί στην ανά-μνηση του ατόμου. Ένα καταγεγραμμένο υπό-μνημα είναι η επιβεβαίωση μιας σκέψης και ταυτόχρονα ο εξορκισμός της στο χαρτί που εξυπηρετεί την κατάργηση της εν λόγω σκέψης από την ά-μεση μνήμη και την τοποθέτησή της στο μέσο (χαρτί ή ο,τιδήποτε). Η "λήθη" στο αρχαϊκό της νόημα δε σημαίνει το να ξεχνά κανείς, μα την κάλυψη, το πέπλο. Η α-λήθεια είναι η απο-κάλυψη. Η α-μεσότητα, η έλλειψη μέσων και ενδιάμεσων είναι ο δρόμος που οδηγεί στην α-λήθεια, τουτέστιν στη μνήμη. Η μνήμη όμως είναι απόδειξη του τέλους, η επιβεβαίωση του θανάτου. Η ίδια η μνήμη είναι μια μορφή λήθης. Το μνήμα καλύπτει ένα πτώμα. Η αποκάλυψη του πτώματος, η αλήθεια για το πτώμα, είναι η αποσύνθεση κατά την πρώτη περίοδο της σήψης - και εν τέλει η πλήρης ανυπαρξία. Με άλλες λέξεις, η αλήθεια είναι το παροιμιώδες κρεμμύδι που στο τέλος του ξεφλουδίσματός του δε μένει τίποτα πέρα από τα πάντα: οι φλούδες του κρεμμυδιού και η ιδέα της άλλοτε ύπαρξής του ή της ιδιότητας "κρεμμύδι" εν γένει. Η λήθη και η αλήθεια μάλλον δε μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως δύο ορίζοντες του απόλυτου, αλλά περισσότερο ως επίπεδα περιγραφής του αριθμού των ενδιάμεσων καταστάσεων που ορίζουν την απόσταση δύο κατά συνθήκη σημείων σε μία γεωμετρική τοπολογία της ου-τοπίας. Τα δύο ποτάμια υπάγονται στο αξίωμα του Ηράκλειτου: δε μπορεί κανείς να ξαναβουτήξει εντός τους. Και δεν είναι μόνο η αλλαγή τους που μας διαχωρίζει από αυτά: Τα μέσα (άπειροι μεσάζοντες, μεσαία σημεία, σημάδια κάθε Μεσσία) είναι μια σαφής επεξήγηση του παράδοξου του Ζήνωνα.

Κάθε μέσο περιέχει ένα άλλο μέσο και εν τέλει τα ίδια τα αισθητήριά μας όργανα είναι μέσα και είναι η μόνη μας επαφή με τον κόσμο των αισθητών φαινομένων. Ένα μνημείο τοποθετείται κάπου για να επιβεβαιώσει τη σημαντικότητα ενός γεγονότος. Σημαίνει κάτι για τον αποδέκτη και αποτελεί μια υπό-μνηση που διατηρεί ζωντανή μία ανά-μνηση της οποίας δεν υπάρχει αρχική εμπειρία. Το μνημείο 2500 χρόνων στο κέντρο της πόλης δε μπορεί να μου εγείρει καμία ανάμνηση. Μπορώ μόνο να το νοηματοδοτήσω ως κάτι το οποίο λειτουργεί στο σήμερα. Ο,τιδήποτε άλλο απο-τελεί νεκροφιλική πράξη.

Σημείωση/υπόμνημα: Ο "νέκυς" (νεκρός), άλλωστε, άλλοτε συσχετιζόταν άμεσα με τον "νικητή."
Υστερόγραφο: Ίσως η "σημειωτική" να μπορούσε ύστερα από όλα αυτά να θεωρηθεί συνώνυμο της "υστεροφημίας." 


Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Το αναπόφευκτο αδύνατο και το αδύνατο αναπόφευκτο: Μια υπεράσπιση της Αναρχίας.


Το αναπόφευκτο αδύνατο και το αδύνατο αναπόφευκτο:
Μια υπεράσπιση της Αναρχίας.
 onesecbeforetheend
 
Ο φόβος του θανάτου ξεπερνιέται με το θάνατο του φόβου.
Περίπου πριν ενάμιση αιώνα, μια φράση συγκλόνισε την Ηθική: "Ο Θεός πέθανε."
Περίπου πριν έναν αιώνα, μια φράση συγκλόνισε την Αισθητική: "Η Τέχνη πέθανε."
Ένα εντροπικό καζάνι στο οποίο έβρασαν ο Νίτσε, ο Φρόιντ, το Νταντά, και ο Χάιζενμπεργκ, ξέβρασε μια ακόμα συγκλονιστική φράση που συγκλόνισε το μέσα και το έξω, την οντολογία και την επιστημολογία: "Η Αλήθεια πέθανε."

Νιτσεϊκά, λοιπόν, η λογική, πολιτική και Ιουδαιοχριστιανική αντιπαράθεση καλού και κακού (είτε αυτή προέρχεται από τον προφήτη του Θεού, είτε από το φιλόσοφο μιας επερχόμενης "καλύτερης" κοινωνίας) αίρεται. Αιρετικοί καλλι-τέχνες βρίσκουν διέξοδο στην Τέχνη, έξω από πολιτική, έξω από θρησκεία.

Η Τέχνη όμως, ως τέτοια, στοχεύει στην αναγωγή της ως "καλή," ώσπου το καλύτερο απόγειο της αισθητικής αυτοαναφορικότητάς της ήταν η "τέχνη για την τέχνη." Ο φόβος του θανάτου της ξεπεράστηκε και έτσι, οι ίδιοι οι καλλιτέχνες σκότωσαν την Τέχνη. Τεχνίτες και ειδικοί της Τεχνολογίας καταλαμβάνουν το τελευταίο οχυρό: το κάστρο της Επιστήμης.

Το κάστρο της Επιστήμης (επ-ίσταμαι) είναι αυτό της θεωρίας, όπου κάποιος βλέπει από ψηλά. Η Αλήθεια είναι ορατή από αυτήν τη θέση και, έτσι, όποιος την κατέχει γίνεται και ο συγγραφέας-εξουσιαστής (authorship/authority). Η εξουσία, βέβαια, έχει πολλά στοιχεία από την προηγούμενη θρησκευτική/πολιτική κατάσταση που όλοι απεύχονταν. Διαθέτει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των δύο αυτών ανθρώπινων ενασχολήσεων: την επιμονή των απόψεων. Ο απόηχος αυτός ήταν φανερός στους συγγραφείς επιστημονικών κείμενων: διαρκείς ασυμφωνίες ως προς το τι είναι αληθινό. Η απάντηση ήρθε και πάλι εκ των έσω από δύο πλευρές που έλεγαν το ίδιο πράγμα, αλλά από διαφορετική άποψη. Η επιστήμη της λογο-τεχνίας μίλησε από την πέννα του Ρολάν Μπαρτ για τον "θάνατο του Συγγραφέα." Η επιστήμη της τεχνο-λογίας μίλησε από την πέννα του Χάιζενμπεργκ για την "αρχή της Απροσδιοριστίας", συντακτικά βλέποντάς τη, μια αρχή (συγκεκριμένη εξουσία της μιας αλήθειας) που βασίζεται στην Απροσδιοριστία και στην Αβεβαιότητα (την αφηρημένη έλλειψη εξουσίας της αλήθειας), της Αναρχίας.

Η πορεία της ανθρώπινης σκέψης μπορεί, έτσι, να χαρακτηριστεί ως τραγική, τρομακτική, δραματική και φοβερή. Ξαφνικά, φαίνεται να μην έχουμε σκοπό και να οδεύουμε, με επιστημονικά αποδεδειγμένα στοιχεία πλέον, προς το αβέβαιο. Η κατάσταση αυτή είναι αναπόφευκτη, εφόσον είναι δραματική και το ξέρουμε αυτό από τον καιρό του Αριστοτέλη ακόμα. Η κάθαρση σε κάθε τραγωδία επέρχεται μέσω του φόβου. Ο κιρκεγκωριανός φόβος και τρόμος που ζούμε ήταν αναπόφευκτος και μάλλον αναπόφευκτη είναι και η επερχόμενη κάθαρση.

Ο Χάιζενμπεργκ, σε μία γλώσσα μαθηματική και συμβολική, όρισε μια νέα ηθική - που βέβαια έχει ξεπεράσει την όποια ηθική γνωρίζαμε ως τώρα. Αντιπαραθέτοντας την αρχή της Απροσδιοριστίας/Αβεβαιότητας στην κρατούσα αρχή της Αιτιοκρατίας, αντιπαραθέτει στους ορίζοντες του καλού/όμορφου/αληθινου και κακού/άσχημου/ψευδούς τον ορίζοντα του αναπόφευκτου και του αδύνατου. Στον ορίζοντα του αναπόφευκτου βρίσκεται η απόλυτη βεβαιότητα, η απόλυτη εντροπία του θερμικού θανάτου. Στον ορίζοντα του αδύνατου βρίσκεται η απόλυτη αβεβαιότητα, η απόλυτα πληροφοριακή κατάσταση, η αρνητική εντροπία. Τα ενδιάμεσα καζαντζακικά κβαντικά σημεία τα λέμε ελευθερία των πιθανοτήτων. Όσο πιο πιθανή είναι μια κατάσταση, τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην αναποφευξιμότητα. Όσο πιο απίθανη είναι μία κατάσταση τόσο πιο κοντά βρίσκεται στην αδυνατότητα. 

Ο αριστοτελικός τρόμος της επερχόμενης κάθαρσης είναι μια αρχαϊκή μετάφραση του περάσματος από το βέβαιο στο αβέβαιο, από το αναπόφευκτο στο αδύνατο. Αποτελεί μία πολύ ιδιαίτερη αντιστροφή: Το αδύνατο γίνεται αναπόφευκτο και το αναπόφευκτο γίνεται αδύνατο. Η βεβαιότητα των ηθικών του παρελθόντος ακυρώνεται και μια νέα κατάσταση είναι αναγκαία. Φυσικά, η νέα κατάσταση είναι απροσδιόριστη. Εφόσον δεν τη γνωρίζουμε, δε μπορούμε και να την ορίσουμε. Δεν είναι μάλλον το αναπόφευκτο του θανάτου που φοβίζει τον άνθρωπο, όσο το απροσδιόριστο αυτού του επέκεινα. Και ο Αριστοτέλης που θεωρούσε αναπόφευκτη συν-ήθειά του τη δημιουργία ορισμών, δε θα μπορούσε παρά να φοβάται ό,τι το απροσδι-όριστο.

Η οικολογία της Αισθητικής έχει να μας προσφέρει έναν πολύ ωραίο κύκλο, ωραίο αναφορικά με τα νέα αισθητικά κριτήρια της Απροσδιοριστίας. Μία νέα κατάσταση (ας πούμε, ένας πίνακας του Μαλέβιτς το 1915) είναι συν-ήθως άσχημη και τρομακτική και λαμβάνει αρνητική κριτική από τη μάζα και θετική κριτική μόνο από την ελίτ που είναι προτοιμασμένη για την επερχόμενη αλλαγή. Στη συνέχεια, αφότου ξεπεραστεί το απροσδιόριστο σημείο του Ζήνωνος, όπου το άσχημο θεωρείται όμορφο, σιγά-σιγά γίνεται απλώς αποδεκτό για να στολίζει το περιβάλλον, ώσπου στο τέλος αγγίζει τα όρια του Κιτς. Μέσα από την απόλυτα εντροπική αυτή κιτς κατάσταση, όπου οι πάντες περιβάλλονται από μία ηθική που δε λειτουργεί, ξεπηδάει μέσα από μία διαλεκτική τυχαίου και αναγκαίου το νέο άσχημο, το νέο πρωτοπόρο (αβάν γκάρντ), το νέο μελλοντικά όμορφο. 

Ο χρόνος αναγνώρισης των εαυτών τους που απαιτείται από τους ανθρώπους για να θεωρήσουν τη νέα κατάσταση όμορφη, ορίζει το πόσο ρηξικέλευθη είναι αυτή η κατάσταση. Και κάθε φορά, όπως σε ένα μυθικό κύκλο που επαναλαμβάνεται αιώνια, όταν οι νέοι θεοί αντικαθιστούν τους παλιούς, η ασχήμια του φόβου του αγνώστου ξεπερνιέται με το να κάνουμε το φόβο γνωστό μας και να μην το φοβόμαστε. Έτσι, ο φόβος του θανάτου ξεπερνιέται με το θάνατο του φόβου. Τώρα γίνεται φανερό γιατί η κοινή γνώμη θεωρεί τους Αναρχικούς τρομοκράτες. Η αιτιοκρατία φοβάται την απροσδιοριστία και ελλείψει κάποιας άλλης ονομασίας την ονομάζει τρομοκρατία.