Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ο μυστηριώδης ρόλος των συμπτώσεων στην καθημερινή ζωή ενός βιβλιόφιλου ράπερ.



Ο μυστηριώδης ρόλος των συμπτώσεων στην καθημερινή ζωή ενός βιβλιόφιλου ράπερ.

Η/οι ιστορία/ες που θα ακολουθήσει/ουν αποτελεί/ούν καταγραφή συμπτώσεων και τυχαίων περιστατικών που συνδέονται μέσω των συνειρμών μου και του κέρματος με τις δύο εξίσου βαριές όψεις που ονομάζονται “τύχη” και “ανάγκη”. Τις έγραψα, νομίζω, το Μάιο του 2012.

Κεφάλαιο πρώτο: Το ζωντανό σκάνδαλο του Βοκάκιου.


Τελείωσα πριν δύο χρόνια τη σχολή βιβλιοθηκονομίας στη Θεσσαλονίκη. Μένω στην οδό Ερατύρας 5 στην Καλαμαριά. Οφείλω να αναφέρω επίσης για την ομαλότερη έκβαση της ιστορίας πως εδώ και αρκετά χρόνια ασχολούμαι ενεργά με τη μουσική ραπ κυρίως ως στιχουργός. Τα στοιχεία αυτά θα φανούν χρήσιμα στη συνέχεια.

Πριν περίπου τρία χρόνια δέχτηκα ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα ένα μεσημέρι όπου ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:

-Καλησπέρα σας, είστε ο κ. Γαλανός;
-Μάλιστα, ο ίδιος.
-Και κατοικείτε στην οδό Ερατύρας 5, στην Καλαμαριά, σωστά;
-Μάλιστα.
-Λοιπόν, το όνομά μου είναι Γιάννης Σκάνδαλος, εργάζομαι στο νοσοκομείο Άγιος Παύλος στο Φοίνικα και κατοικώ στην Πολίχνη, στη διεύθυνση Ερατύρας 5, όπως και εσείς, αλλά με διαφορετικό ταχυδρομικό κώδικα. Ένα γράμμα στο όνομά σας κατέφθασε στην οικοδομή μας και ψάξαμε στις πληροφορίες να βρούμε ποιος μπορεί να είναι ο σωστός παραλήπτης και σας βρήκαμε. Το γράμμα αυτό περιέχει μάλλον κάποια κάρτα, πιθανώς πιστωτική, και γι' αυτό θεώρησα σκόπιμο το γεγονός πως έπρεπε να σας βρω για να σας ειδοποιήσω.
-Μα αυτό είναι πάρα πολύ ευγενικό εκ μέρους σας και σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Πώς θα γίνει να συναντηθούμε για να πάρω την κάρτα αυτή; Το νοσοκομείο που δουλεύετε βρίσκεται πολύ κοντά στο σπίτι μου και μάλλον θα μπορούσα να σας επισκεφθώ κάποια μέρα που εφημερεύετε.
-Ναι, μάλλον έτσι θα το κάνουμε. Εγώ εφημερεύω αύριο, οπότε θα έχω και το γράμμα σας μαζί μου, αν θέλετε περάστε κοντά στο μεσημεράκι για να σας το παραδώσω. Είναι βεβαίως σφραγιστό, δεν το άνοιξα, μπορεί άλλωστε να περιέχει κάποια προσωπική σας πληροφορία.
-Ήδη το γεγονός πως ασχοληθήκατε τόσο αποδεικνύει την ευγένεια και σίγουρα και τη διακριτικότητά σας, και πάλι σας ευχαριστώ, θα τα πούμε αύριο, καλό σας απόγευμα.
-Καλό σας απόγευμα, τα λέμε αύριο.

Στη συνέχεια της βραδιάς πήγα στο βιβλιοπωλείο της Γούναρη που παραμένει ανοιχτό ως τα μεσάνυχτα και πήρα ως δώρο τη φοβερή συλλογή κειμένων του Andre Breton “Ανθολογία του μαύρου χιούμορ” ως δώρο για τον άνθρωπο αυτό που με συγκίνησε τόσο η πράξη του. Για του λόγου το αληθές, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι κάτι το οποίο δωρίζεις σε κάποιον τον οποίο δε γνωρίζεις, χωρίς για παράδειγμα να έχεις κάποια ένδειξη για τις πολιτικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή για τις αναγνωστικές του προτιμήσεις, αν υπάρχουν τέτοιες πέραν των υποχρεωτικών, αν υπάρχουν και αυτές. Παρόλα αυτά, όντας τότε πολύ επηρεασμένος από το κίνημα του υπερρεαλισμού θεώρησα πως αυτή η ανθολογία συγγραφέων όπως οι Swift, Βοκάκιος, Sade, Dali καιDuchamp θα ήταν ένα μοναδικό δώρο μετά από μια τέτοια αναπάντεχη γνωριμία που είχε ήδη μία δόση υπερρεαλιστικής ίντριγκας. Να αναφέρω επίσης πως την περίοδο εκείνη συνέλεγα οποιοδήποτε βιβλίο αναφερόταν σε κάποιο εξεζητημένο ή υπερβολικά συγκεκριμένο τεχνικό θέμα, όντας φανατικός του παιχνιδιού της ανάγνωσης τέτοιων βιβλίων υπό μια υπερρεαλιστική ματιά. Έτσι στη συλλογή μου βρίσκονταν ήδη εγχειρίδια ξιφασκίας, εκτροφής χοίρων, αγελάδων, ψαριών, σαλιγκαριών, ενδυματολογίας, παρουσιάσεως του επαγγέλματος του ψυκτικού και προπαγάνδας εναντίον των κόμικς και της ροκ μουσικής από χριστιανικούς εκδοτικούς οίκους.

Την επόμενη μέρα βρήκα τον κ. Σκάνδαλο στο γραφείο του και μετά από έναν πολύ σύντομο χαιρετισμό ανταλλάξαμε τα αντικείμενά που είχαμε ο ένας για τον άλλον και αποχαιρετιστήκαμε χωρίς κάποια ιδιαίτερη ένδειξη συναισθηματισμού. Το γεγονός πως του είχα δώσει ένα βιβλίο ως δώρο έμοιασε σαν να μην τον άγγιξε καθόλου και φάνηκε σαν να περίμενε ένα κουτί γλυκά ή τέλος πάντων κάτι πιο χρήσιμο και άμεσα αναλώσιμο.

Ένα εξάμηνο πέρασε, η ιστορία αυτή είχε ήδη αρχίσει να περνάει στην άκρη των πρόσφατων αναμνήσεών μου και ένα απόγευμα βρισκόμουν έξω από το κτήριο της σχολής μου καθισμένος σε ένα παγκάκι περιμένοντας να τελειώσει το κενό ανάμεσα σε δύο μαθήματα. Δίπλα μου καθόταν ένας καθηγητής της σχολής μου του οποίου δεν είχε τύχει ποτέ να παρακολουθήσω μάθημα. Το επίθετό του ήταν Ζωντανός και όταν με ρώτησε το όνομά μου, Βασίλης Γαλανός, ξεκινήσαμε μία συζήτηση για τα παράξενα επίθετα. Ο ίδιος ο Ζωντανός, ειρωνικά σε σχέση με το επίθετό του ανήκει στα υποτονικά άτομα με ιδιαίτερα χαμηλή ένταση στη φωνή και μοναδική διακριτικότητα στις κινήσεις του. Μάλιστα μου γνωστοποίησε και μια από τις ενδείξεις αυτοσαρκασμού του, λέγοντάς μου πως για να κάνει πλάκα για την κάθε άλλο παρά πομπώδη συμπεριφορά του, υπογράφει στα διαγωνίσματα των φοιτητών του ως “Still Alive”. Στη συνέχεια, προχωρώντας στη συζήτηση για τα επίθετα ακολούθησε η παρακάτω συζήτηση:

-Που λες, εμένα τη γυναίκα μου στο όνομα τη λένε Πέτρα. Έχουμε έναν οικογενειακό φίλο που ονομάζεται στο επίθετο Σκάνδαλος και εγώ ένα απόγευμα που έκανα συνειρμούς φαντάστηκα πως αν με χώριζε η γυναίκα μου και παντρευόταν αυτόν θα ονομαζόταν Πέτρα Σκανδάλου.

-Χα, μη μου πείτε πως αυτός ο κ. Σκάνδαλος είναι γιατρός στον Άγιο Παύλο;

-Ναι, πού τον ξέρεις;

Του εξήγησα την ιστορία και φάνηκε πως και οι δύο ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι με την εύρεση ενός κοινού γνωστού. Κάπου εκεί η συζήτησή μας είχε τελειώσει καθώς ο καθηγητής μου έπρεπε να μπει στην αίθουσα όπου δίδασκε. Από τότε δεν έτυχε να του μιλήσω ξανά με εξαίρεση μερικούς τυπικούς χαιρετισμούς όποτε τον έβλεπα στη σχολή.

Τα χρόνια πέρασαν, αποφοίτησα, πήγα στο στρατό, απολύθηκα και να 'μαι ξανά στο ίδιο σπίτι στην Καλαμαριά, πριν μία εβδομάδα γύρω στις έντεκα το βράδυ να δέχομαι και πάλι ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα. Μία γυναίκα βρισκόταν στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής σύνδεσης και με ενημέρωσε πως ήταν η σύζυγος του κ. Σκανδάλου και πως ένα γράμμα στο όνομά μου το οποίο φαίνεται να περιέχει πάλι μια κάρτα έχει φτάσει και πάλι στην οικοδομή τους. Κανονίσαμε λοιπόν να περάσω και πάλι από το νοσοκομείο του συζύγου της την επόμενη μέρα για να παραλάβω και πάλι την ανανεωμένη μου κάρτα με τη λανθασμένη καταγραφή ταχυδρομικού κώδικα στη διεύθυνση παραλήπτη. Χωρίς να χάσω την ευκαιρία, ανέφερα στη γυναίκα αυτήν τη γνωριμία μου με τον κ. Ζωντανό, μα όσο και αν οι προσπάθειές μου για μια πλήρη περιγραφή του ανθρώπου τούτου ήταν συνεχείς και έντονες, η ίδια δεν κατάφερε να καταλάβει για ποιο πρόσωπο μιλούσα. Στενοχωρήθηκα κάπως μιας και ήμουν πεπεισμένος πως η συζήτηση θα κατέληγε σε αυτό το ευχάριστο συναίσθημα της αντίληψης πως η πόλη στην οποία ζεις είναι πραγματικά ένα μεγάλο χωριό.

Την άλλη μέρα πήγα στο νοσοκομείο του κ. Σκανδάλου, αυτήν τη φορά με άδεια χέρια πιστεύοντας πως τα πράγματα ήρθαν έτσι, δίχως δηλαδή την επιβεβαίωση του κοινού γνωστού, ίσως λόγω του αποτυχημένου δώρου που είχα πάρει πριν τρία χρόνια. Βρήκα και πάλι τον όροφο στον οποίον εργάζεται ο χειρούργος μεσάζοντας της αλληλογραφίας μου με την Εμπορική Τράπεζα και κλήθηκα να τον περιμένω κατόπιν προτροπής ενός συναδέλφου του καθώς τη συγκεκριμένη ώρα χειρουργούσε έναν ασθενή. Τα χρόνια είχαν περάσει και ήδη η μνήμη μου είχε σβήσει την εξωτερική μορφή του ανθρώπου αυτού. Ήμουν επίσης σίγουρος πως και ο ίδιος δε θα με αναγνώριζε, καθώς κυρίως λόγω των μαλλιών και του υπογένειού μου η εμφάνισή μου προφανώς θα δυσχέραινε τη διαδικασία ταύτισης. Μετά από περίπου είκοσι-πέντε λεπτά ο κ. Σκάνδαλος εμφανίστηκε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, σημάδι του ότι η επέμβαση είχε στεφθεί με επιτυχία. Η σιγουριά με τη οποία βγήκε έξω με έκανε να καταλάβω πως ήταν αυτός, αν και για να είμαι ειλικρινής ακόμα δε μπορούσα να ανακαλέσω τα χαρακτηριστικά του σε σχέση με την τελευταία μας συνάντηση. Με ρώτησε αν είμαι ο Βασίλης και μετά την απάντησή μου άλλαξε μια μπλούζα και κατέβηκε μαζί μου ως το αυτοκίνητό του για να μου δώσει το φάκελο με την κάρτα μου.

Καθώς προχωρούσαμε με ρώτησε για τον κ. Ζωντανό. Προσπάθησα να του τον περιγράψω και πάλι μα δε φάνηκε να τον γνωρίζει, σε σημείο τέτοιο που άρχισα να αμφιβάλλω για το τι θα μπορούσε να έχει σκαρφιστεί ο καθηγητής μου. Με ρώτησε σε ποια σχολή διδάσκει και μόλις άκουσε τη λέξη-κλειδί “βιβλιοθηκονομία” η συζήτηση άλλαξε αμέσως. Επιβεβαιώνοντας μέσα από δύο ακόμα ερωτήσεις την επαγγελματική μα και προσωπική σχέση μου με τα βιβλία, με πολύ ευγενικό τρόπο μου ανέθεσε δύο αποστολές ευρέσεως βιβλίων, που σύμφωνα με τα λεγόμενά του έψαξε όσο μπορούσε στην Ελλάδα και δε μπόρεσε να τα βρει. Μου ζήτησε, λοιπόν, να κάνω μια έρευνα στο διαδίκτυο και εάν βρω τα βιβλία να του τα παραγγείλω. Η πρώτη αφορούσε το βιβλίο “Δεκαήμερον” του Ιταλού συγγραφέα Βοκάκιου. Η ένστασή μου ήταν άμεση, καθώς το συγκεκριμένο βιβλίο κυκλοφορεί σε δύο τόμους στην ελληνική, εδώ και κάμποσα χρόνια, χωρίς να παρουσιαστεί ποτέ έλλειψή του. Του σύστησα και το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο από το οποίο μπορεί να το προμηθευτεί σε πολύ καλή τιμή και αμέσως ρώτησα για το δεύτερο μέρος της αποστολής μου. “King Jesus” του Robert Graves. Ρώτησα για το περιεχόμενο του βιβλίου το οποίο δεν ήξερα και έμαθα πως είναι μία ιστορία που παρουσιάζεται ως ιστορικό μυθιστόρημα, από έναν ιστορικό ο οποίος ίσως φοβόταν την κοινωνική κατακραυγή που θα επερχόταν αν εξέδιδε τα στοιχεία που δίνει σε αυτό το βιβλίο υπό μορφήν επιστημονικού συγγράμματος. Η ιστορία ενός Ιησού Χριστού ο οποίος έχει βασιλική καταγωγή ήταν αρκετή για να κάνει το βιβλίο αυτό να ανήκει στο Ίντεξ απαγορευμένων βιβλίων της καθολικής εκκλησίας και που, σύμφωνα με τον κ. Σκάνδαλο, τα πρώτα χρόνια της έκδοσής του οι καθολικοί αγόραζαν οποιοδήποτε αντίγραφο του βιβλίου με μόνο σκοπό να το καταστρέψουν. Όντας κι εγώ αρκετά επηρεασμένος από δύο δοκίμια του Michel Onfray που είχα διαβάσει πρόσφατα, συνέχισα παθιασμένος τη συζήτηση, φτάνοντας να μιλάω για το σκόλοπα που κατέτρωγε τον Απόστολο Παύλο και τις αρρωστημένες βάσεις που ο τελευταίος έθεσε στη θρησκεία του χριστιανισμού.

Μιλώντας για κάνα τέταρτο για σκόλοπες και σκολοπισμούς δίπλα στο πορτμπαγκάζ του κ. Σκάνδαλου κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο, αποφάσισε να μου δωρήσει ένα βιβλίο του που είχε πρόχειρο εκεί σε πολλά αντίτυπα. Το βιβλίο αυτό ήταν κάτι το ιδανικό για τη συλλογή μου και αισθάνθηκα μετά από αρκετά χρόνια αυτήν τη μοναδική χαρά του να κρατώ στα χέρια μου μια πολυτελή έκδοση με γυαλιστερό χαρτί και σκληρό εξώφυλλο, όπου το όνομα συγγραφέα είναι “Ιωάννης Σκάνδαλος”, ο τίτλος του βιβλίου είναι “η γάγγραινα Fournier” και ανάμεσα στα περιεχόμενα του δέσποζαν εικόνες προχωρημένης σήψης γεννητικών οργάνων εξαιτίας της ασθένειας αυτής, καθώς και επιχειρηματολογία σχετικά με την πιθανότητα του να έπασχε από αυτήν την ασθένεια κάποιος Ηρώδης που έζησε περίπου την ίδια εποχή με το συνώνυμό του βασιλιά που όλοι γνωρίζουμε από τις αφηγήσεις τις Καινής Διαθήκης. Εμφανώς χαρούμενος και εντυπωσιασμένος ευχαρίστησα τον κ. Σκάνδαλο για το υπέροχο δώρο του και του υποσχέθηκα πως θα τον ενημερώσω μόλις έχω νέα για το βιβλίο που αναζητά. Ο καθένας μας ακολούθησε το δρόμο του και εγώ περπατώντας έκανα τη σύνδεση στο νου μου: ο Βοκάκιος περιέχεται στην “Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ” που χάρισα στο φίλο μου πριν από τρία χρόνια. Άραγε ο άνθρωπος αυτός έμαθε για το Βοκάκιο μέσα από αυτήν την ανθολογία ή γνώριζε για αυτόν μέσα από άλλες πηγές; Τα σενάρια που έκανα προχωρώντας ήταν τα ακόλουθα:

Προφανώς δε γνώριζε το Βοκάκιο πριν το δώρο μου, διάβασε το βιβλίο, του έκανε εντύπωση, συγκράτησε το όνομα, έκανε κάποιες προσπάθειες να βρει το βιβλίο, απέτυχε και από τότε έχει το απωθημένο να διαβάσει Βοκάκιο. Τα χρόνια πέρασαν και όπως εγώ δε θυμόμουν το πρόσωπό του, αυτός δε θυμόταν πως εγώ του έδωσα την πρώτη πηγή για το Βοκάκιο.

Γνώριζε το Βοκάκιο προτού να του δώσω το βιβλίο και το γεγονός πως του έδωσα μια ανθολογία που τον περιέχει τον έκανε να με ρωτήσει αν μπορώ να του βρω κάτι παραπάνω. Απλώς ξέχασε να μου αναφέρει κάτι σε σχέση με την ανθολογία.

Γνώριζε το Βοκάκιο είτε πιο πριν είτε έμαθε γι' αυτόν αργότερα, απλώς δε διάβασε ποτέ το βιβλίο και έτσι δεν έχει καν επίγνωση της σύμπτωσης η οποία με απασχολεί στο συγκεκριμένο μέρος αυτής της αφήγησης.

Κάνοντας αρχικά μια βόλτα στην πλατεία Ναυαρίνου, έδειξα το βιβλίο του κ. Σκάνδαλου σε ορισμένους φίλους μου, λάτρεις του ιδιότυπου και του εκκεντρικού. Το βιβλίο προκάλεσε αίσθηση και σκάνδαλο στην πλατεία και τρία άτομα μου ζήτησαν να το δανειστούν για είκοσι λεπτά ο καθένας για να το δείξουν και σε κάποιον ακόμα φίλο τους που κάθεται πιο πάνω. Η ώρα πέρασε και μόλις πήρα το βιβλίο πίσω και από τον τελευταίο ενοικιαστή, πήγα στο σπίτι και αφότου έλεγξα τα μηνύματα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο, έκανα την πρώτη μου έρευνα για το βιβλίο του Graves. Έκανα μια πρώτη αναζήτηση σε ελληνικές βάσεις δεδομένων για να δω μήπως έχει μεταφραστεί και μπορώ έτσι να του προσφέρω μια πιο εύληπτη μεταφρασμένη εκδοχή του τεκμηρίου που τον ενδιαφέρει. Μυστηριωδώς στα ελληνικά κυκλοφορούν αρκετά βιβλία του ίδιου συγγραφέα, των οποίων όμως το περιεχόμενο κάποιος ίσως να μπορούσε να το θεωρήσει ελάσσονος σημασίας. Έψαξα, λοιπόν, και στη μεγαλύτερη ιστοσελίδα δημοπρασιών στον κόσμο και βρήκα πάρα πολλά διαθέσιμα αντίτυπα του βιβλίου, σε εξευτελιστικές μάλιστα τιμές. Αμέσως παρήγγειλα ένα φθηνό μεταχειρισμένο αντίτυπο του βιβλίου, έκδοσης του 1990, που βρισκόταν σε καλή κατάσταση σύμφωνα με τα λεγόμενα του πωλητή. Επιβεβαιώνοντας την αγορά ένοιωσα το συναίσθημα που με ώθησε στο να καταγράψω αυτήν την ιστορία, αυτό της ολοκλήρωσης των συμπτώσεων. Γνώριζα πως σε μία με δύο εβδομάδες το βιβλίο θα είναι εδώ, θα τηλεφωνούσα στο χειρούργο φίλο μου και θα του ανακοίνωνα την άφιξη του βιβλίου και αφότου θα συναντιόμασταν και θα του το έδινα, ο κύκλος πραγματικά θα έκλεινε και θα περίμενα την αρχή κάποιας νέας ιστορίας.

Πριν όμως το βιβλίο να έρθει, το ντόμινο των συμπτώσεων έπρεπε να συνεχιστεί για λίγο ακόμα. Πριν δύο μήνες βρισκόμουν στην Αθήνα για τις προετοιμασίες ενός μουσικού εγχειρήματος με έναν ράπερ που μένει εκεί, ο οποίος είναι πολύ επηρεασμένος από το έργο του μαρκησίου de Sade, ενός ακόμα ανθολογούμενου στο ίδιο βιβλίο με το Βοκάκιο. Ο εν λόγω ράπερ, όσον καιρό βρισκόμουν εκεί, μίλησε για μένα σε έναν δεκαεξάχρονο φίλο του από το Μεσολόγγι, ο οποίος έδειξε άμεσο ενδιαφέρον για τη μουσική μου. Γνωριστήκαμε διαδικτυακά, μιλήσαμε γενικά και αόριστα κάποιες φορές, μα τρεις μέρες μετά τη δεύτερη συνάντησή μου με το χειρούργο μιλήσαμε αναλυτικότερα μέσω του διαδικτύου. Ο Άκης, λοιπόν, μου ζήτησε να του προτείνω κάποια βιβλία για να διαβάσει, μιας και ο κοινός μας φίλος στην Αθήνα του είπε πως διαβάζω πολύ. Όταν τον ρώτησα τι βιβλία του αρέσει να διαβάζει συνήθως, μου έδωσε μία απάντηση που για μένα εξισώθηκε με το τελειωτικό χτύπημα που θα μπορούσε να μου δώσει η θεά των συμπτώσεων. Αγαπημένος του συγγραφέας είναι ο Βοκάκιος, ο Ιταλός αυτός που κατέγραψε πριν εκατοντάδες χρόνια τις προστυχιές που συνέβαιναν στα καθολικά μοναστήρια. Μάλιστα, η εμμονή του για αυτόν το συγγραφέα τον έκανε να φέρει και το ψευδώνυμο “καλόγερος” ανάμεσα στους φίλους του. Ενώ μιλούσαμε και αφότου μου είχε δηλώσει πως είναι κατηγορηματικά άθεος – κάνοντάς με να ξαναναφέρω το Michel Onfray μέσα σε τρεις μέρες – με ρώτησε αν πιστεύω στη μετενσάρκωση. Ξεκινώντας να του αραδιάζω τις θεωρίες μου, που δεν είναι επί του παρόντος να αναλύσω, αυτός μου είπε πως παρά το γεγονός ότι είναι άθεος, πιστεύει στη μετενσάρκωση για τον απλούστατο εξής λόγο: πιστεύει πως είναι η μετεμψύχωση του Βοκάκιου. Έχει δημιουργήσει μάλιστα και ένα ιστολόγιο με το όνομα του αγαπημένου του συγγραφέα. Η έκπληξή μου για τη σύνδεση όλων αυτών των γεγονότων ήταν μεγάλη, έτσι που δεν είχα το κουράγιο να κάτσω να περιγράψω όλα αυτά στο μικρό Βοκάκιο μέσω ενός προγράμματος ζωντανής αναμετάδοσης γραπτών μηνυμάτων στο διαδίκτυο. Ένα ακόμη μικρό μέρος της σύμπτωσης είναι πως αφότου για τον κ. Σκάνδαλο είχα παραγγείλει διαδικτυακά ένα βιβλίο, χωρίς ο Άκης να γνωρίζει κάτι γι' αυτό με ρώτησε πώς μπορεί να παραγγείλει βιβλία από ελληνικές ιστοσελίδες βιβλιοπωλείων μιας και δε συμπαθεί καθόλου τους βιβλιοπώλες του Μεσολογγίου, που τον κατακρίνουν για τις επιλογές του, λες και επιτελούν το έργο μιας μικρογραφίας του καθολικού Ίντεξ.

Το βιβλίο κατέφθασε σχετικά γρήγορα, ακριβώς μια εβδομάδα μετά την παραγγελία. Τηλεφώνησα στον κ. Σκάνδαλο να του το ανακοινώσω, πετυχαίνοντας τον στο μέσο μιας εργασίας. Πολύ γρήγορα κανονίσαμε να βρεθούμε σε δύο μέρες. Πέντε λεπτά αφότου κατέβασα το ακουστικό δέχτηκα μια κλήση. Ήταν η σύζυγος του κ. Σκάνδαλου η οποία ήθελε να μου ανακοινώσει πως τελικά γνωρίζουν το κ. Ζωντανό και πως μάλιστα έχουν αρκετά καλές σχέσεις, σε επίπεδο επισκέψεων στο σπίτι του καθενός, απλώς τους διέφευγε το επίθετό του. Ο άνθρωπος πίσω από τη γνωριμία των οικογενειών Σκάνδαλου και Ζωντανού είναι μια βιβλιοθηκονόμος που ζει και εργάζεται στην πόλη των Σερρών. Σημειωτέον πως η εδώ και τρεις μήνες συγκάτοικός μου κατάγεται από την ίδια πόλη. Μετά το τηλεφώνημα αυτό ήταν φανερό πως η σχέση μας απέκτησε μία μεγαλύτερη βάση. Σε δύο μέρες βρήκα και πάλι τον κ. Σκάνδαλο και του έδωσα το βιβλίο, χωρίς βεβαίως να δεχτώ την οικονομική κάλυψη των εξόδων μου για το βιβλίο μιας και το να του δωρίσω αυτό το ποθητό για αυτόν τεκμήριο θα ήταν η ελάχιστη ανταπόδοση που θα μπορούσα να προσφέρω όχι μόνο στο συγκεκριμένο κύριο για όσα μου έκανε, μα και σε όλην αυτήν τη σειρά των γεγονότων που μόνον ευχάριστα ερωτηματικά μπόρεσαν να μου δημιουργήσουν.

Έχουν περάσει δύο εβδομάδες από τη μέρα που έλαβε χώρα η τελευταία μου συνάντηση με το γιατρό. Μέχρι τώρα ο κύκλος αυτών των συμπτώσεων φαίνεται να έχει κλείσει, αν και τα πάντα είναι ακόμα πιθανά. Πιστεύω πως θα πρέπει ο κ. Ζωντανός και η γυναίκα του Πέτρα να εμφανιστούν για κάποιο λόγο μπροστά μου μέσα στις επόμενες μέρες και να μου πουν πως είναι από το Μεσολόγγι και πως ένας φίλος τους βιβλιοθηκονόμος έχει ανοίξει εκεί ένα βιβλιοπωλείο και του κάνει τρομερή εντύπωση ένας δεκαεξάχρονος που έρχεται και παραγγέλνει βιβλία του Sade.

Κεφάλαιο δεύτερο: Η διπλή εμφάνιση μιας εβραϊκής βίβλου στα πρώτα βήματα ενός νεαρού καμπαλιστή μαζί με την εξαφάνιση και επανεμφάνιση μιας παλιάς μεταφρασμένης έκδοσης του “Φάουστ”

Πριν τέσσερα περίπου χρόνια, όντας φοιτητής ακόμα, πέρασα μια μεγάλη περίοδο ενασχόλησης με την Καμπαλά, τη μυστικιστική αυτή τάση αντιστροφής των όρων στα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης – ή αλλιώς Εβραϊκής Βίβλου – για την πλήρη κατανόηση του περιεχομένου της, καθώς για για τη συνειδητοποίηση των ενεργειών που διέπουν το σύμπαν. Μεγάλοι και ρηξικέλευθοι συγγραφείς που δεν έδειξαν ποτέ να έχουν ιδιαίτερες μεταφυσικές ανησυχίες έτρεφαν παρόλα αυτά μια συμπάθεια προς τις καμπαλιστικές μεθόδους, λόγω της παιγνιώδους τάσης της φιλοσοφίας αυτής να είναι σε θέση να φέρει τα πάνω κάτω. Το πιο απλό παράδειγμα: Η φράση “Και ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο” μετατρέπεται γρήγορα στο “Και ο άνθρωπος έφτιαξε το Θεό”. Kafka, Tzara, Breton, Borges, Calvino, Perec, ιδού μερικά από τα ονόματα κάποιων από τους αγαπημένους μου λογοτέχνες που η επιρροή της καμπαλά είναι αισθητή σε πολλά σημεία του έργου τους. Και αναφέρομαι μόνο σε λογοτέχνες για να μην επεκταθώ σε δοκιμιογράφους.

Όλα αυτά τα παιχνίδια έγκεινται σε μια προσπάθεια εναλλακτικής ανάγνωσης και στα σίγουρα αυτό ιντριγκάρει ιδιαίτερα ένα δυτικό μελετητή της καμπαλά που γνωρίζει το γεγονός ότι η εβραϊκή βίβλος, όπως και κάθε εβραϊκό κείμενο είναι γραμμένο από τα δεξιά προς τα αριστερά. Σε ένα βιβλίο μαγείας γραμμένο από το γνήσιο δόκτορα Φάουστ είχα βρει μια επίκληση που διαβάζεται βουστροφηδόν, όντας γραμμένη με εναλλαγή γλώσσας από ελληνικά σε εβραϊκά ανά σειρά.

Την ίδια περίοδο είχα γνωρίσει και έναν εκκεντρικό κρητικό ο οποίος τριγυρνούσε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης σε αναζήτηση συνομιλητών, πάντα με ένα αντίτυπο της παλιάς έκδοσης του μεταφρασμένου “Φάουστ” του Goethe. Όταν πρωτομίλησα μαζί του, μετά από μία μακριά συζήτηση για τον ερμητισμό, τον κάλεσα σπίτι μου. Αυτός δέχτηκε και πήρε μαζί μου το λεωφορείο. Μετά από τρεις στάσεις όμως, συνειδητοποίησε πως είχε ξεχάσει το τσαντάκι με την ταυτότητα και το “Φάουστ” στην πλατεία Ναυαρίνου όπου καθόμασταν πριν. Αμέσως κατέβηκε και πήγε να ψάξει εκεί. Αργότερα, το βράδυ, που μου τηλεφώνησε, μου ανακοίνωσε πως οι προσπάθειές του ήταν μάταιες και πως κάποιος του είχε ήδη πάρει το τσαντάκι και πως έτσι έχασε οριστικά και το “Φάουστ”. Το μόνο που μπορούσα να του πω για να τον παρηγορήσω εκείνη τη στιγμή ήταν πως του υπόσχομαι να του βρω ένα ολόιδιο αντίτυπο του βιβλίου αυτού, το οποίο ο ίδιος νόμιζε πως είναι μοναδικό γιατί δεν κυκλοφορεί πλέον. Εγώ όμως γνώριζα πως η ίδια μετάφραση κυκλοφορεί κανονικά και μάλιστα σε εκπτωτικό βιβλιοπωλείο με μόνη διαφορά το εξώφυλλο. Έτσι θα μπορούσα να του το πάρω και ως δώρο μια από τις επόμενες μέρες, πράγμα που δεν έκανα τελικά, μάλλον γιατί το ξέχασα.

Η ενασχόλησή μου με αυτά τα ζητήματα με έκανε να θέλω να αποκτήσω μια βίβλο γραμμένη στα εβραϊκά, καθαρά και μόνο για να νιώσω την αίσθηση του να κρατώ ένα “ιερό” βιβλίο γραμμένο από το δυτικό τέλος προς την αρχή. Όταν μέσα από την ιστοσελίδα Couchsurfing, τον παγκόσμιο αυτόν κόμβο ανταλλαγής πολιτισμικών στοιχείων, μου έγινε μια αίτηση φιλοξενίας από μια γυναίκα αγγλίδα στην καταγωγή που μένει στο Ισραήλ, σκέφτηκα πως ήταν η κατάλληλη ευκαιρία. Της ζήτησα, λοιπόν, να μου φέρει όταν έρθει ένα αντίτυπο της βίβλου στα εβραϊκά.

Λίγες μέρες προτού η γυναίκα αυτή με επισκεφθεί έμαθα πως θα έπρεπε να φύγω για το χωριό μου το βράδυ που αυτή θα έφτανε στο σπίτι όπου διέμενα με την τότε συγκάτοικό μου. Πράγματι, η μέρα εκείνη ήρθε και η Julie μου έφερε το πολυπόθητο βιβλίο. Μία έκδοση του 2001 σε χαρτί καλής ποιότητας, και ύψος περίπου όσο μια μέση ανδρική παλάμη. Μόλις που πρόλαβα να την ευχαριστήσω, όταν η θεία μου ήρθε για να με πάρει με το αυτοκίνητό της για να πάμε στο χωριό μου. Τοποθέτησα με προσοχή τη βίβλο στην τσάντα μου για να τη μελετήσω αναλυτικότερα στο χωριό μου και ξεκίνησα το ταξίδι με τη θεία μου. Αυτή μου ανακοίνωσε πως θα κάναμε μια στάση σε μια εκκλησία έξω από τη Θέρμη με την οποία σχετίζεται και επισκέπτεται συχνά. Έγνεψα καταφατικά, λοιπόν, και όταν φτάσαμε εκεί μου είπε πως πρέπει να μεταφέρω δύο μεγάλες βαριές κούτες μέσα σε μια αποθήκη που βρισκόταν έξω από την εκκλησία. Έτσι και έκανα.

Ανοίγοντας την πόρτα μύρισα κατευθείαν τη γνώριμη μυρωδιά του μουχλιασμένου χαρτιού που βρίσκω σε παλιαιοβιβλιοπωλεία ή και που έμαθα να αναγνωρίζω στη βιβλιοθήκη του γυμνασίου μου. Βρήκα ένα διακόπτη φωτός και η εικόνα που αντίκρισα μου δημιούργησε ταυτοχρόνως αισθήματα εντυπωσιασμού για το μέγεθος του υλικού που βρισκόταν εκεί, οργής για την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν, και απορίας για το πώς βρέθηκαν όλα αυτά εδώ. Το ένστικτο του σωτήρα των εγκαταλειμμένων βιβλίων ξύπνησε μέσα μου και φυσικά επειδή δε μιλούσαμε για ένα ή δύο βιβλία που θα μπορούσα να καταχωνιάσω στις φαρδιές τσέπες μου, αποφάσισα να ζητήσω εξηγήσεις για το τι συνέβαινε εκεί και για το αν μπορώ να έχω κάποιο δικαίωμα απόκτησης πάνω σε κάποιο μέρος του υλικού αυτού που μπορεί να με ενδιαφέρει. Ρώτησα, έτσι, την “πρεσβυτέρα” του ναού για αυτά τα θέματα και η απάντησή της έκανε το μάτι μου να γυαλίσει: “Αγόρι μου, αυτά είναι βιβλία που μας έχουν χαρίσει κατά καιρούς αλλά δεν τα χρειαζόμαστε, γι' αυτό τα βάζουμε εκεί. Αν θέλεις οτιδήποτε, βρες μια άδεια κούτα και βάλε μέσα ό,τι θέλεις”. Ρώτησα τη θεία μου πόση ώρα ακόμα θα κάτσει εκεί. Μου απάντησε πως επειδή φοβόταν πως βαριέμαι σκόπευε να φύγει σύντομα, μα πως εάν τώρα λόγω της ανακάλυψής μου θέλω να κάτσω περισσότερο, η ίδια διατίθεται να κάτσει για ένα ακόμα δίωρο.

Και έτσι οι “αρχαιολογικές” μου ανασκαφές ξεκίνησαν. Ανάμεσα σε μερικά “διαμάντια” για τη συλλογή μου, όπως ένα βιβλίο τετρακοσίων σελίδων με βίους αγίων, εκδοθέν το 1790 και αυτή τη στιγμή ό,τι το αρχαιότερο στη συλλογή μου, την παλιά έκδοση της “Αναφοράς στο Γκρέκο” του Καζαντζάκη και διάφορα άλλα μικρά ευρήματα, δύο τεκμήρια ήταν που με έκαναν να ανασκιρτήσω. Το πρώτο ήταν ένα ακριβές αντίγραφο της έκδοσης του “Φάουστ” που έχασε ο κρητικός φίλος μου. Το δεύτερο ήταν μία έκδοση της εβραϊκής βίβλου ακριβώς στο ίδιο ύψος με αυτήν που απέκτησα τρεις ώρες νωρίτερα, αλλά σε έκδοση του 1951, ακριβώς δηλαδή πενήντα χρόνια πριν τη δική μου έκδοση. Με την αρχικά άδεια κούτα μου γεμάτη πλέον έφυγα με τη θεία μου πανευτυχής για τα γλυκά δείγματα παιχνιδιού της μοίρας και το μεσημέρι της επόμενης μέρας τηλεφώνησα στον κρητικό φίλο και του ανακοίνωσα πως έχω στα χέρια μου το ακριβές αντίγραφο του αγαπημένου του βιβλίου και πως μόλις γυρίσω θα πρέπει να συναντηθούμε για να του το παραδώσω, όπως και έγινε. Ενημέρωσα στη συνέχεια και τη συγκάτοικό μου για το ενδιαφέρον γεγονός με τις δύο βίβλους που το μετέφερε στη Julie.

Κάπως έτσι έκλεισε ο μυστικιστικός αυτός κύκλος συμπτώσεων, όπως κλείνει ο κύκλος προστασίας του μάγου προτού ξεκινήσει μια τελετή επίκλησης.

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

The post-pyramidal structure of wisdom.

The post-pyramidal structure of wisdom.
onesecbeforetheend
The world that we perceive consists of objects and subjects. The objects are basically defined as data. Facts that lie on the basis of the pyramidal scheme I will try to describe in this text. The subjects are the beholders and the receivers of these objects. In order for them to become receivers of the objects, they must transform the data into something else, more subjective for their criteria. This transformation of data is called information. Data with given meaning. This creates a second level to the pyramid I am describing. When the given information is acquired by a given subject and then used for the creation of new information, it can then be called knowledge. It is not an agent of change anymore, but a standard characteristic of the given subject that can generate agents of transformation and information. This adds the third level to the pyramid. The reader can understand that knowledge is even more subjective than information, so its length must be narrower than the one of information. The fourth, and perhaps final, level of the pyramid is the one of wisdom. When the acquired knowledge reaches a high level of saturation for the understanding of objectivity, one reaches the awareness of her or his personal wisdom. Wisdom is then a sign of personality. The ultimate way of distinction between people's different character. Wisdom stands on the top of the pyramid as the last and ultimate transformation of the essence of data, the pyramid's base.
If one takes this description into account, can see the structure of a pyramid with a stable basis, that consists of potentially infinite lowest units of data quanta, whether their name is that, or quarks, or bits. This pyramid must necessary not have just one top. Its tops are potentially infinite as the number of potential receivers of information that exist in the potentially infinite universe. So, the beholder of this text, has to imagine a base of stable infinite length that draws paths of specification from objectivity to subjectivity towards an infinite number of tops. So if one thinks of the base, just for the sake of this argument, as a traditional square type of a pyramidal base – where the square includes infinite points – , another can think of its extension of tops being equally square shaped. So, this post-pyramid can look like a cube. Of course the original shape of the base is quite abstract as the shape of a side of infinite length can be. Consisted of extremely structured particles, though. And the levels of information, knowledge and the tops of wisdom can be equally different in terms of height and direction, depending on the time required for the data to be transformed into every individual agent's wisdom. The connection is a necessity, as objective data reflects subjective wisdom and vice versa.

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Κενό Κοινό / Κοινό Κενό: Μια αναλογία σωματιδίων ύλης και αποδεκτών τέχνης.

Κενό Κοινό / Κοινό Κενό:
Μια αναλογία σωματιδίων ύλης και αποδεκτών τέχνης.

onesecbeforetheend

Το Κενό στην καθομιλουμένη είναι κάτι το οποίο δεν υπάρχει, αυτό το οποίο στερείται ύλης, το άδειο και το ύψιστο μέτρο σύγκρισης για το επίπεδο της ύπαρξης. Παρόλα αυτά, η επιστήμη έχει αποδείξει την ύπαρξη του κενού. Το κενό είναι στην πραγματικότητα μια σχετική αντιδιαστολή σωματιδίων και αντισωματιδίων διαφόρων τύπων που εμφανίζονται και εξαφανίζονται αστραπιαία. Επικρατεί η τάση να αναφερόμαστε στο κενό ως κάτι το αφηρημένο και γενικό – και μάλιστα ανύπαρκτο – τη στιγμή που το κενό είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο – και μάλιστα, υπό ιδανικές εργαστηριακές συνθήκες, μετρήσιμο – στις διάφορες ποιότητές του.

Το Κοινό, ως ουσιαστικό, είναι στην καθομιλουμένη ο αποδέκτης κάποιας λειτουργίας, υπηρεσίας, απόφασης ή πρακτικής. Ο γενικός και αφηρημένος αποδέκτης ενός μηνύματος που ο παραλήπτης του είναι συγκεκριμένος. Το αγοραστικό κοινό είναι υποψήφιο για την αγορά ενός προϊόντος. Το κοινό, για να θεωρηθεί ως τέτοιο, οφείλει να φέρει δεσμούς ανάμεσα στα μέλη που το συντελούν, ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα, όπως κάποια ανάγκη (μία νέα ηλεκτρονική συσκευή), κάποια ιδιότητα (τη διάθεση χρήματος), μία προτίμηση (το άκουσμα ενός είδους μουσικής). Φυσικά, κάθε μονάδα που συντελεί τη δόμηση ενός κοινού είναι μοναδική και η αναγωγή της στη συνολική εικόνα του κοινού δημιουργεί την επικρατούσα τάση να αναφερόμαστε στο κοινό ως κάτι το αφηρημένο και γενικό – και συχνά αόρατο – τη στιγμή που το κοινό είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο – και μάλιστα, υπό κοινωνικές στατιστικές συνθήκες, κριτικό – στη λήψη των αποφάσεών του.

Από τους δύο παραπάνω συλλογισμούς φαίνεται πως μάλλον το Κοινό αντιμετωπίζεται συχνά ως Κενό. Το κενό είναι αυτό που συγκρατεί τις περισσότερο υλικές μονάδες ύλης στην όποια ισορροπία τους. Στην πραγματικότητα, εξαιτίας των νόμων της έλξης και της βαρύτητας, αποδεικνύει πως δεν υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ της κάθε ατμόσφαιρας η οποία σχηματίζεται και σταδιακά χάνεται όσο ελαττώνεται η βαρυτική έλξη.. Το κοινό είναι αυτό που συντηρεί την Τέχνη της Αγοράς και την Αγορά της Τέχνης στην όποια ισορροπία τους. Στην πραγματικότητα, εξαιτίας της διαλεκτικής σχέσης προσφοράς και ζήτησης, αποδεικνύει πως δεν υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ του κάθε αποδέκτη-αγοραστή και κάθε αποστολέα-πωλητή σε μια κοινωνία όπου οι μεν τρέφουν τους δε.

Κβαντικά μιλώντας, το κενό είναι “η κατάσταση που κατέχει την ελάχιστη δυνατή ενέργεια”. Μακλουανικά μιλώντας, το κοινό γίνεται το έρμαιο αυτού που ελέγχει τα μέσα. Οι μεμονωμένες μονάδες που συντελούν το κοινό, όμως, είναι αυτές που δίνουν μορφή στο εκάστοτε μέσο, καθρεφτίζοντας τον εαυτό τους σε αυτό. Όπως και οι μεμονωμένες μονάδες που συντελούν το κενό είναι αυτές που με την, αν και ελάχιστη, ενέργειά τους ευνόησαν τις κατάλληλες συνθήκες για τη δημιουργία ατμόσφαιρας.

Το Κενό και το Κοινό, λοιπόν, είναι δύο έννοιες που, πέρα από τη λεκτική τους παρήχηση, φαίνεται να φέρουν αρκετές αναλογίες στα επίπεδα ύπαρξής τους και αντίληψης σε σχέση με αυτά. Ένα Κοινό Κενό αποδεικνύει πως η μάζα του κενού, κοινή για όλους, διαμορφώνει την ίδια την ύπαρξη όλων όσων υπάρχουν περισσότερο σε σχέση με αυτό: πλανήτες, άστρα κ.ο.κ. Ένα Κενό Κοινό αποδεικνύει η μάζα του κοινού, κενή για όλους ως ένας ελάχιστος κοινός παρονομαστής που απαλείφεται, διαμορφώνει την κατάσταση όλων όσων υπάρχουν για να το τροφοδοτήσουν: πωλητές, καλλιτέχνες, κ.ο.κ.

Μια φιλοσοφία που θα εστιάζει στη σημαντικότητα της αξίας του Κενού και του Κοινού θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια δημιουργικότερη σχέση σωματιδιακής μορφής μεταξύ των όσων θεωρούνται από το μέσο όρο μη διαλεκτικά σχετιζόμενα και διατεταγμένα σε πυραμιδοειδή μορφή.










Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Τρία κείμενα για το ραπ.

Τρία κείμενα για το ραπ.
onesecbeforetheend

Έγραψα τα παρακάτω σχόλια παίρνοντας αφορμή από τα σχόλια που αναρτήθηκαν στον παρακάτω υπερσύνδεσμο μετά την κυκλοφορία του τελευταίου δίσκου που κυκλοφόρησα μαζί με το Βδέλυγμα και Τοσφάλμα.

http://www.hiphop.gr/forum_topic/641921/1

Οι απόψεις που παρατίθενται είναι καθαρά προσωπικές και δεν εκφράζουν σε καμία απολύτως περίπτωση τις θέσεις της κολεκτίβας “Θέατρο Δρόμου”, της οποίας άλλωστε δεν είμαι μέλος, αλλά υποστηρικτής και πάνω απ' όλα φίλος. Οποιοσδήποτε πιει μαζί μου πάνω από 5 γρανίτες έχει πολλούς λόγους να με θεωρεί φίλο του.

Ο λόγος που έγραψα τα κείμενα, πέρα από την αφορμή, είναι για να δώσω κάποιους ορισμούς σε έννοιες που χρήζουν ξεκαθαρίσματος. Θέλω επίσης να προτείνω μερικούς τρόπους αντίληψης σε σχέση με θέματα που ο μέσος όρος αντιλαμβάνεται ως απόλυτα, ενώ η φύση τους είναι καθαρά σχετική.

Σκοπεύω να αναλύσω την έννοια του abstract και τις προεκτάσεις του στο ραπ, να κάνω τους ανάλογους συσχετισμούς με τα διάφορα επίπεδα ομοιοκαταληξίας στην εκφορά του ραπ λόγου και τέλος να καταθέσω τις απόψεις μου σχετικά με τη πιθανότητα βιοπορισμού μέσα από τη μουσική με βάση τα προηγούμενα.

1. Για το abstract.

Αν ψάξει κανείς μια βασική ετυμολογία της λέξης “abstract” από τα λατινικά θα δει το ακριβές της νόημα.  Η λέξη “ab-stract” είναι ένα επίθετο που σημαίνει την έλλειψη δομής, αυτό το οποίο είναι λιγότερο συγκεκριμένο από κάτι άλλο. Το λιγότερο δομημένο είναι η φυσική κατάσταση της ύλης και του ανθρώπου. Ένα κομμάτι μάρμαρο αρχικά έχει αφηρημένη μορφή και μια γλύπτρια το χαράζει και του δίνει μια συγκεκριμένη μορφή. Ένας άνθρωπος γεννιέται με έναν εγκέφαλο που περιέχει ανακατεμένα όλα τα κομμάτια που μπορούν να συνθέσουν το χαρακτήρα του και όσο λαμβάνει εμπειρίες από “αμόρφωτος”, “μορφώνεται”, παίρνει μια συγκεκριμένη “μορφή” και καλλιεργεί τον εαυτό του (λαμβάνει “κουλτούρα”). Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κρατήσουμε στο μυαλό μας.

Η έννοια του  abstract”, λοιπόν, αναφέρεται κυρίως σε καταστάσεις που είναι γενικές και μπορούν να γίνουν πιο ειδικές, ή ειδικές καταστάσεις που χρήζουν γενίκευσης. Αν κάποια έχει δοκιμάσει να φτιάξει μια περίληψη δέκα σειρών ενός κειμένου τριάντα σελίδων, μάλλον καταλαβαίνει τι εννοώ. Αν αντιληφθούμε το μη-δομημένο/abstract/γενικό και το δομημένο/structured/ειδικό ως δύο τάσεις, η πρώτη είναι ιστορικά συνυφασμένη με την εικόνα και η δεύτερη με το λόγο. Η πρώτη μορφή γραπτής επικοινωνίας του ανθρώπου είναι η εικόνα και τα αφηρημένα της σύμβολα. Το σύμβολο από μόνο του είναι κάτι το γενικό το οποίο κλείνει μέσα του τις απαραίτητες γενικεύσεις που αφορούν τους χρήστες του. Το αλφάβητο εφευρέθηκε σε μια εποχή όπου οι εικόνες ήταν στα χέρια των ισχυρών ως είδωλα και έπρεπε να εξηγηθούν με λογικό τρόπο. Άρα ο λόγος ήταν η δυναμική που γέννησε τη λογική, το πριν και το μετά, την ιστορία και το συγκεκριμένο. Αυτό είναι το δεύτερο πράγμα που πρέπει να κρατήσουμε στο μυαλό μας.

Στη συνέχεια, ο λόγος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή εικόνων, και στην εποχή του ύψιστου θριάμβου των λογικών επιστημών, της Αναγέννησης, βλέπουμε και την απόλυτη ανάπτυξη της πιο αυστηρής καλλιτεχνικής τεχνοτροπίας: του ρεαλισμού. Το πρόβλημα με αυτήν την εποχή ήταν πως το περιεχόμενο όλων αυτών των επιστημών και των τεχνών ήταν πλήρως κατανοητό, μα πολύ δύσκολο στο να το φανταστεί κανείς. Ο κόσμος είχε ανάγκη λιγότερης ανάλυσης και περισσότερης φαντασίας. Έτσι, κάποια χρόνια αργότερα εμφανίστηκε η λεγόμενη αφηρημένη τέχνη (abstract art). Από την εξαντλητική απεικόνιση των πλέον ιδιαίτερων λεπτομερειών του σώματος και του χώρου, περνάμε στην απεικόνιση βασικών γεωμετρικών σχημάτων και χρωμάτων. Για κάποιες αυτή είναι η απόδειξη μιας πίστης σε κάτι ανώτερο, όπως ο Θεός, μιας και εφόσον ο άνθρωπος κατέληξε να είναι τόσο πολύπλοκος, η ρίζα του που τον περιέχει πρέπει να είναι απλή. Για κάποιες άλλες είναι η απόδειξη πως δεν υπάρχει Θεός, εφόσον ο Θεός δίνει λόγο στα πράγματα και στις καταστάσεις: για τους χριστιανούς, “εν αρχή ην ο λόγος”. Αυτό είναι το τρίτο πράγμα που πρέπει να έχουμε κατά νου.

Μια ακόμα παράμετρος που πρέπει να εξεταστεί είναι το γενικότερο πρόβλημα της ολιστικής αντίληψης του προϊόντος τέχνης. Κάθε ολοκληρωμένο παράγωγο του πολιτισμού που προσφέρεται για αποδοχή, απόρριψη ή αδιαφορία, παρουσιάζεται ως ολότητα. Ένας ζωγραφικός πίνακας, ένα γλυπτό, ένα τραγούδι, ένα ραπ τραγούδι. Το αντικείμενο αυτό από μόνο του μπορεί να λάβει πάρα πολλούς χαρακτηρισμούς, ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο θα παρουσιαστεί και ανάλογα από τους ανθρώπους που θα το παραλάβουν. Αυτοί οι δύο παράγοντες, το πλαίσιο παρουσίασης και οι αποδέκτες, αποτελούν την ίδια τη μισή ύπαρξη του έργου. Αν μια επισκέπτρια ενός μουσείου δει έναν πίνακα που παρουσιάζει λιωμένα ρολόγια, χωρίς να έχει ενημερωθεί για την ιστορία του πίνακα, το πότε δημιουργήθηκε, από ποιον και γιατί, πολύ εύκολα μπορεί να θεωρήσει πως είναι ένας πίνακας αφηρημένης τέχνης, εφόσον αυτό που βλέπει της φαίνεται πολύ πιο γενικό και μη-δομημένο από έναν πίνακα νεκρής φύσης. Με μια πιο αντικειμενική εξέταση των πραγμάτων, βέβαια, κάποια κατανοεί το γεγονός πως η παρουσίαση λιωμένων ρολογιών σε μια εποχή όπου η επιστήμη έτεινε να αποδείξει τη σχετικότητα του χρόνου, έχει πολύ συγκεκριμένα αίτια που οδηγούν στη δημιουργία της, στο όλο πλαίσιο ενός καλλιτεχνικού κινήματος που ήθελε να ξεπεράσει το ρεαλισμό και όχι να φτάσει σε κάποια αφηρημένη αρχετυπική νοητική κατάσταση, όπως έκαναν οι καλλιτέχνες της αφηρημένης τέχνης. Αντίστοιχα, εάν κάποια ακροάτρια ραπ έχει εξασκήσει τα αυτιά της στην ακρόαση του συνηθισμένου και παραδοσιακού ραπ που ακολουθεί το ρυθμό των 4/4 κατά γράμμα με τη συνοδεία ομοιοκαταληξιών, πολύ εύκολα εάν ακούσει ένα ραπ τραγούδι που κάνει λόγο για κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο από την τετριμμένη ραπ θεματολογία, θα το θεωρήσει μάλλον αφηρημένο. Η εσφαλμένη πρώτη εντύπωση του αποδέκτη για το πλαίσιο δημιουργίας ενός πολιτιστικού παράγωγου είναι το τέταρτο και τελευταίο πράγμα που πρέπει να κρατήσουμε κατά νου.

Συγκεντρώνοντας τα παραπάνω, το καλλιτεχνικό δημιούργημα είναι μια κατάσταση με δύο τάσεις μορφοποίησης: αυτήν της συγκεκριμένης μορφής και αυτήν της αφηρημένης. Η τεχνικές του λόγου είναι από τη φύση τους επεξηγηματικές και είναι πιο δύσκολο να θεωρηθούν αφηρημένες, εφόσον ό,τι και να πω λέω κάτι, ακόμα και αν αυτό είναι η αποδοχή του τίποτα. Η αφηρημένη τέχνη ήταν το αποτέλεσμα της κυριαρχίας του λόγου. Όταν η αφηρημένη τέχνη έγινε αποδεκτό καθεστώς, ήδη πολλά κινήματα την απέρριψαν και προσπάθησαν να μειώσουν την κυριαρχία της μέσα από ένα ξεπέρασμα του ίδιου του ρεαλισμού που θα έδειχνε τη συγκεκριμένη έκφραση πραγμάτων που δε μπορούσαν να εκφραστούν. Φυσικά, όλη αυτή η ιστορία, εξαιτίας την φυλάκισης των εικόνων την εποχή της κυριαρχίας του λόγου στα δοξασμένα γκέτο που ονομάζονται μουσεία, οδήγησε σε μια απόλυτη αυτοαναφορικότητα στο χώρο της τέχνης. Οι καλλιτέχνες αναφέρονταν στους εαυτούς τους και ξέχασαν πως η τέχνη έχει ως σκοπό τη βελτίωση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη α-μορφωσιά του κοινού απέναντι στην αναγνώριση των αρχετύπων της τέχνης, γεγονός που με τη σειρά του δημιουργεί μια σειρά παρεξηγήσεων στο τι είναι τι.

Το ραπ ήταν μια αντίδραση σε όλο αυτό το καλλιτεχνικό σύστημα που ήθελε την ποίηση να απαγγέλλεται σε σαλόνια ποίησης από ειδικούς. Ήδη, από τις δεκαετίες του 1920-1930, άνθρωποι όπως οι ντανταϊστές και οι σουρεαλιστές, απαγγέλλουν και γράφουν την ποίησή τους σε φτηνά μπαρ και καπηλειά. Τις δεκαετίες 1960-1970, όταν και εκείνα τα κινήματα απορροφήθηκαν από την ελίτ, η ποίηση βγαίνει στο δρόμο. Τζαμαϊκανοί ποιητές της νταμπ κάνουν την απαρχή του ραπ, ώσπου το κίνημα αυτό φτάνει στη Νέα Υόρκη για την εδραίωσή του ως το ραπ που γνωρίζουμε σήμερα. Ρυθμός και ποίηση ή ρυθμός και πολιτική (RAP). Τα θέματα που απασχολούσαν τους ποιητές εκείνης της εποχής ήταν πολύ συγκεκριμένα και απηχούσαν την καθημερινή τους ζωή: η κοινωνική καταπίεση των μαύρων, η διεξαγωγή πάρτι, η εύρεση συντρόφου. Στην πορεία προστέθηκαν οι διαμάχες μεταξύ συμμοριών και το όνειρο μιας επιτυχημένης καλύτερης καπιταλιστικής ζωής, που για κάποιους επιτεύχθηκε δημιουργώντας έτσι τον κοινωνικό ταξικό διαχωρισμό του ραπ. Η θεματολογία παρέμενε συγκεκριμένη. Τη δεκαετία του 1990 ένα άλλο φαινόμενο παρουσιάζεται. Ο κορεσμός της θεματολογίας. Οι ραπ ποιητές θα μιλούσαν κυρίως για τη διακίνηση των όπλων και τη χρήση ναρκωτικών, για τη σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών, για τους χειρότερους ράπερς και όλα αυτά σε κομμάτια που δεν είχαν συγκεκριμένη θεματολογία όπως στο ραπ της “παλιάς σχολής”, μα σε κομμάτια-συνοθυλεύματα όπου για χάρη μια ομοιοκαταληξίας, ο ποιητής θα χρησιμοποιούσε τη διατυμπάνιση των σεξουαλικών του επιδόσεων ως επιχείρημα για το ότι είναι καλύτερος ράπερ από τον υποθετικό αντίπαλό του. Οι αποδέκτες των κομματιών αυτών, παθητικοί όπως πάντα, δέχονταν την όλη κατάσταση χωρίς ιδιαίτερη κριτική απέναντί του. Και επειδή το ραπ ήταν από τη φύση του συγκεκριμένο και δομημένο, λόγω της ρυθμικής του εμφάνισης, οι αυθαίρετοι και γενικοί αυτοί στίχοι θεωρούνταν συγκεκριμένοι.

Σαν αντίδραση σε όλο αυτό, στα μέσα του '90, δημιουργούνται κομμάτια που χρησιμοποιούν τη μουσική βάση του ραπ για να εκφράσουν καταστάσεις και ιδέες πολύ πιο συγκεκριμένες και δομημένες από το μέσο όρο. Ένα παράδειγμα, για να εξηγήσω τι εννοώ, είναι το τραγούδι “The centaur”, που παρουσιάζει την ιστορία ενός διανοούμενου κενταύρου που αντιμετωπίζει πρόβλημα στην αποδοχή του ως διανοούμενος, λόγω του εξαιρετικά προικισμένου του σε μέγεθος γεννητικού οργάνου. Η αντίδραση σε κομμάτια όπως αυτό από το κοινό που είχε συνηθίσει στη νεκρή γενική φύση των όπλων, των ναρκωτικών, των mc's και των bitches, ήταν να ονομάσει το νέο αυτό είδος abstract. Εν μέρει είχαν δίκιο, διότι κομμάτια όπως αυτά αποδομούσαν πλήρως την αποδεκτή ιδέα για το τι είναι το ραπ. Αποδείκνυαν πως το ραπ είναι ακριβώς μια μορφή λεκτικής και μουσικής έκφρασης που μπορούσε να έχει οποιαδήποτε θεματολογία, όπως το βιβλίο, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Ήταν ένα μέσο. Αλλά εξακολουθούσε να είναι ραπ, ρυθμός και ποίηση/πολιτική. Ήταν αλήθεια, λοιπόν, πως όσα μέσα έστελναν γενικά και αφηρημένα μηνύματα είχαν ως σκοπό τη χειραγώγηση των μαζών με έλλειψη κριτικής ικανότητας. Μπορεί κανείς να το δει αυτό στα βιβλία που σημειώνουν υψηλές πωλήσεις, στους επιτυχημένους καλλιτέχνες, στα τηλεοπτικά προγράμματα υψηλής ακροαματικότητας και στις μεγάλες πολιτικές παρατάξεις. Όσο πιο γενικό και αφηρημένο είναι ένα μήνυμα, τόσο μεγαλύτερη επιτυχία σημειώνει στο α-μόρφωτο, ακαλλιέργητο κοινό.

Θεωρώ, λοιπόν, πως ο όρος abstract για το ραπ είναι άμεσα λανθασμένος και άστοχος. Δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ της αφηρημένης τέχνης και του ραπ που καλείται αφηρημένο. Αφηρημένο ραπ μπορεί μόνο να θεωρηθεί το κοινώς αποδεκτό ραπ. Οποιαδήποτε μορφή εναλλακτικού ραπ, μάλλον αποτελεί κάτι πιο συγκεκριμένο από το μέσο όρο. Για χάρη της ορολογίας έχουν καταβληθεί πολλές προσπάθειες εύρεσης ενός καλού όρου, αλλά φυσικά, λόγω της εξαιρετικά συγκεκριμένης δομής των κομματιών αυτών, ένας όρος δεν αρκεί για να γενικεύσει το σύνολό τους. Ο Καναδός Buck 65 αυτοπροσδιορίζεται ως indie/folk rapper. Ανεξάρτητος γιατί δεν υπάγεται στα στερεότυπα και φολκ λόγω των επιρροών του από το κάντρι. Οι Αυστραλοί Curse ov Dialect χαρακτηρίζουν τη μουσική τους ως post-rap, αναφορά στο post-rock. Κοινές βάσεις, αλλά πολύ διαφορετικό περιεχόμενο και τεχνικές. Μια τάση που επικρατεί τελευταία μέσω της ανάπτυξης της πρόσθεσης ετικετών στο διαδίκτυο είναι το να σπάει κανείς πλάκα με την ονοματοδοσία του είδους. Εάν κάποιος ανεβάσει μια δουλειά του στο Soundcloud, για παράδειγμα, καλείται να προσδώσει ένα είδος μουσικής αν θέλει στο κομμάτι του. Εγώ δεν είχα άλλη επιλογή από το να δίνω διαφορετικές ονομασίες σε διαφορετικά κομμάτια: retro rap, psychedelic rap, post-traumatic rap και άλλα. Ακόμα και αν ένα ραπ κομμάτι έχει ως επιτηδευμένη θεματολογία του το τίποτα (πχ την ινδουιστική νιρβάνα), παραμένει πολύ πιο συγκεκριμένο από ένα κομμάτι των Wu-Tang που λέει πολλά πράγματα, αλλά δε λέει τίποτα.

Τέλος, το abstract είναι ένα επίθετο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνον ως μέτρο σύγκρισης διαφορετικών ποιοτήτων και στοιχείων σε ένα κομμάτι. Ξεκινώντας από τη μουσική παραγωγή και πόσο αυστηρά δομημένη είναι με βάση το ρυθμό και τις μελωδίες που χρησιμοποιούνται, περνώντας στη δομή των στίχων τεχνικά και οπτικά, το μέτρο, τις ομοιοκαταληξίες και φτάνοντας στο περιεχόμενο. Δε μπορεί να υπάρξει abstract ραπ καθεαυτό, και μια πολύ απλή φιλοσοφική απόδειξη είναι το γεγονός πως τα πάντα έχουν κάποια δομή, ακόμα κι αν δεν τα κατανοούμε. Ένα κομμάτι μάρμαρο είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και ας το βλέπει ως αφηρημένο μία κριτικός τέχνης που έχει συνηθίσει την αναγεννησιακή γλυπτική.

2. Για τις ομοιοκαταληξίες.

Αν δεν υπήρχαν οι ομοιοκαταληξίες στο ραπ, προσωπικά μάλλον δε θα το ασκούσα. Αναφορικά με το τι είναι abstract και τι όχι, βάσει των ομοιοκαταληξιών, έγραψα το κείμενο αυτό. Ας δούμε τι είναι οι ομοιοκαταληξίες και κατά πόσο είναι σημαντικές για να θεωρηθεί ένα κομμάτι ραπ ή όχι.

Η πρωταρχική μορφή της ποίησης ήταν ανομοιοκατάληκτη. Σκοπός της ήταν να αποτελέσει μια μορφή αρχειοποίησης, ένας εξωτερικός σκληρός δίσκος που αποθήκευε στην ιστορία κάποιο σημαντικό γεγονός και ήθελε ταυτόχρονα να το μυθοποιήσει. Είχε τη μορφή του ενθυμήματος. Αρχαιοελληνικά ταφικά επιγράμματα, κινέζικα ιδεογράμματα, αιγυπτιακά ιερογλυφικά, έπη της Μεσοποταμίας και εβραϊκή υμνολογία ήταν όλα τέτοια παραδείγματα. Κάτι συνέβαινε και ένας ποιητής ήθελε να το απαθανατίσει. Ελλείψει φωτογραφικών μηχανών, χρησιμοποιεί τον έντεχνο λόγο, προσθαφαιρώντας στοιχεία, ώστε να κάνει το περιστατικό λαμπρότερο για τις γενιές που έρχονται, όπως σήμερα αφαιρούμε ατέλειες από βίντεο και φωτογραφίες. Άρα, η ποίηση είχε να κάνει αρχικά με τη μνήμη.

Τα ποιήματα στο δυτικό κόσμο τότε θα μπορούσαν να είναι ελάχιστων σειρών, όπως σε ένα ταφικό επίγραμμα το οποίο αφαιρετικά συνόψιζε τις αρετές του νεκρού, ή μακροσκελείς ιστορίες όπως τα έπη που περιέγραφαν τα κατορθώματα ηρώων. Στον ανατολικό κόσμο, ένα ποίημα θα μπορούσε να αποτελεί ένα και μοναδικό σύμβολο. Στο έπος και σε ελάχιστα ταφικά επιγράμματα παρατηρούμε την πρώτη εμφάνιση εξωτερικών γνωρισμάτων της ποίησης, κοινώς, τεχνικών. Αυτές ήταν για το έπος το μέτρο και για τα ταφικά επιγράμματα, αλλά και για τους ύμνους των θεών οι παρηχήσεις. Το μέτρο ήταν ένας ρυθμός που επέβαλλε στον ποιητή να γράφει τον ίδιο αριθμό συλλαβών και να χρησιμοποιεί συγκεκριμένο τονισμό σε κάθε στίχο, ώστε το αποτέλεσμα να είναι ομοιόμορφα αρμονικό και να μπορεί να τραγουδηθεί πάνω σε συγκεκριμένα μουσικά μέτρα. Η πρόκληση που δημιουργήθηκε έτσι ήταν η απόδοση ενός εντυπωσιακού νοήματος με τον περιορισμό της τεχνοτροπίας. Εάν όλα πήγαιναν τέλεια, το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη και ευχάριστη ιστορία με πολλά διδάγματα που κάποιος την απομνημόνευε εύκολα λόγω ακριβώς του μέτρου. Το να μάθει βέβαια απ' έξω κάποιος ένα κατεβατό εκατοντάδων ή και χιλιάδων στίχων ήταν πολύ δύσκολο. Εκτός από το μέτρο, λοιπόν, οι ποιητές πρόσθεσαν την τεχνική της παρήχησης, της ηθελημένης δηλαδή επανάληψης κάποιων γραμμάτων, κυρίως συμφώνων, είτε για να δώσουν έμφαση σε κάποιον ήχο, είτε για τη δική τους διευκόλυνση στην απομνημόνευση, είτε απλώς ως εντυπωσιασμό που αποδείκνυε στο κοινό την ικανότητά τους στο χειρισμό της γλώσσας.

Η ομοιοκαταληξία ήταν ένα είδος παρήχησης. Η κοινή κατάληξη λέξεων εντός ενός κειμένου έχει ως σκοπό της την έμφαση των λέξεων αυτών ή του περιστατικού που περιγράφεται, ή αποσκοπεί και πάλι στην εύκολη απομνημόνευση. Στην αρχαία Ελλάδα ομοιοκαταληξίες υπήρχαν σε κάποια κείμενα, μα δεν ήταν και τόσο δημοφιλείς. Η μεγάλη άνθιση της ομοιοκαταληξίας έλαβε χώρα την εποχή του Βυζαντίου και έκτοτε θεωρήθηκε αναπόσπαστο στοιχείο της ποίησης. Διαφορετικά είδη ομοιοκαταληξιών δημιουργήθηκαν, είτε ως προς τη σειρά με την οποία θα εμφανιστούν στο κείμενο (σταυρωτή, πλεκτή, ζευγαρωτή κλπ), είτε ως προς τη θέση και την ποσότητά τους μέσα στον ίδιο το στίχο. Έχουν υπάρξει ποιήματα όπου πολλές λέξεις μέσα σε ένα στίχο έχουν ομοιοκαταληκτικά αντίστοιχα στον επόμενο, κάνοντας την πράξη της ποίησης μια μεγάλη πρόκληση αναφορικά με την απόδοση νοήματος και διδάγματος. Στην ποίηση της Σιβηρίας υπάρχει αυστηρό μέτρο, μα την πρώτη ματιά κάποιος νομίζει πως δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία. Μια προσεκτικότερη εξέταση δείχνει πως η ομοιοκαταληξία βρίσκεται στην πρώτη συλλαβή κάθε στίχου, άρα δεν είναι ομοιοκαταληξία, μα όμοια αρχή!

Αυτή η επικράτηση του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας στον ποιητικό κόσμο μετέτρεψε την ποίηση σε μία πράξη που μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο από ειδικούς και υπερβολικά μορφωμένους ανθρώπους πάνω στο χειρισμό της γλώσσας, αλλά και της ιστορίας της ποίησης, που ακριβώς όμως λόγω της ιδιαίτερης ενασχόλησής τους με τη μόρφωση σε μια εποχή που η μόρφωση ήταν κάτι το δύσκολα κατορθωτό, τους έκανε να μην έχουν εμπειρίες από την ίδια της ζωή και να γράφουν ποιήματα μόνο κατόπιν παραγγελίας από άτομα που ήθελαν να μείνουν στην ιστορία. Η αντίδραση σε αυτόν τον ποιητικό παροξυσμό ήρθε με την πρόταση του ελεύθερου στίχου. Οι θεμελιωτές του αρχικά κατάργησαν την ομοιοκαταληξία και στη συνέχεια σειρά πήρε το μέτρο. Το ποίημα επέστρεψε στην αρχετυπική του μορφή του επιγράμματος με την προσθήκη πολλών άλλων παραμέτρων, όπως η εισροή καθημερινών πραγμάτων στο περιεχόμενο της ποίησης που το έκαναν κάτι πολύ συγκεκριμένο (βλ. Φουτουριστές), η δημιουργία αυτόματης γραφής (κάτι σαν ένα γρήγορο γραπτό freestyle, βλ. Σουρεαλιστές), αλλά και κάτι πολύ αφηρημένο με διάφορα επίπεδα αφαίρεσης, όπως το ηχητικά ποιήματα (βλ. Ντανταϊστές), ποιήματα ενός γράμματος (βλ. Λεττριστές), αλλά και περισσότερο σύγχρονες τεχνικές όπως τα ποιήματα αφής.

Το όλο αυτό κίνημα αμφισβήτησης της παραδοσιακής ποίησης που ήθελε να κάνει την ποίηση προσιτή στους πάντες δεν είχε τους ίδιους σκοπούς με το έπος ή την Θεία Κωμωδία του Δάντη. Σκοπό του δεν είχε την απομνημόνευση. Οι ομοιοκαταληξίες παρέμειναν ζωντανές κυρίως μέσα στη μουσική και στη διαφήμιση. Μικρά ποιηματάκια, εύκολα στην απομνημόνευση, με απλά και όχι περίπλοκα νοήματα, τοποθετημένα πάνω σε ένα μουσικό υπόβαθρο, σε μια διαφήμιση σε έναν τοίχο ή απαγγελλόμενα στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση προς ευρεία κατανάλωση του κοινού. Οι ομοιοκαταληξίες ήταν παραγγελίες βασιλιάδων στον καιρό της φεουδαρχίας και δείγμα ελέγχου στον καιρό του καπιταλισμού. Όποιος ελέγχει έξυπνα τα μέσα, ελέγχει και τους εγκεφάλους των αποδεκτών των μηνυμάτων. Εάν ένα τραγούδι του εικοστού αιώνα στερούνταν ομοιοκαταληξιών, μάλλον θα είχε λιγότερες πιθανότητες να σημειώσει επιτυχία και θα παρέπεμπε στη σφαίρα του πειραματικού/εναλλακτικού/περιθωριακού.

Το ραπ βρέθηκε κάπου στο ενδιάμεσο. Οι ποιητές του ραπ δεν είχαν το κατάλληλο μορφωτικό επίπεδο για να φτιάξουν ποιοτικές ομοιοκαταληξίες, μα επειδή έτρεφαν την πεποίθηση να φτάσουν κάποτε τη ζωή έξω από το γκέτο μιμούνταν τις καπιταλιστικές τεχνικές. Επίσης, με τις ομοιοκαταληξίες μπορούσαν να θυμούνται και τους στίχους τους, ενώ και πάλι επανέφεραν σε πολύ πιο απλοϊκό βαθμό σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες την πρόκληση για απόδοση νοήματος μέσα από τους περιορισμούς της τεχνικής. Το θέμα με τις ομοιοκαταληξίες του ραπ είναι πως οι πρωτεργάτες του είδους, έχοντας ίσως κάποια επαφή με το παρελθόν της ποίησης, είχαν κάποιες αξιοπρεπείς ομοιοκαταληξίες (βλ Sugarhill Gang, Run DMC), μα όταν η θεματολογία γινόταν κάπως πιο σοβαρή (βλ. Public Enemy) η καλή ομοιοκαταληξία χανόταν στο βωμό του νοήματος. Εάν μελετήσει κανείς τους στίχους των περισσότερων κλασικών ραπ συγκροτημάτων από το 1975 έως το 1995 θα παρατηρήσει πως οι ομοιοκαταληξίες είναι είτε υπερβολικά απλοϊκές ή ακόμα και ανύπαρκτες και απλώς δίνουν την αίσθηση της ομοιοκαταληξίας μέσω “τραβηγμένης” ή παρατεταμένης προφοράς φωνηέντων ή ακόμα και μεταφορά του τονισμού των λέξεων στην τελευταία συλλαβή, τεχνική που ακολουθούσαν όσοι ήταν επηρεασμένοι από το ραπ των Τζαμαϊκανών.

Έτσι το ραπ έγινε ταυτόσημο με την τεχνική της ομοιοκαταληξίας, χωρίς όμως να έχει να προσδώσει κάτι το ιδιαίτερο στην ανάπτυξη της παραδοσιακής ποιητικής τεχνικής. Την έκανε απλώς προσιτή σε ένα πολύ μέτριο βαθμό στα στρώματα των χαμηλών κοινωνικών τάξεων. Αλλά ακόμα και όταν κάποιοι καλλιτέχνες έλαβαν κοινωνική αναγνώριση, η ποιότητα των ομοιοκαταληξιών δεν προόδευσε. Αυτό βέβαια συμβαίνει γιατί η πρόοδος δεν είναι σκοπός, αλλά μέθοδος.

Συγκροτήματα και καλλιτέχνες που, άστοχα σύμφωνα με το προηγούμενο κείμενο, καλούνται abstract έχουν να επιδείξουν τα καλύτερα δείγματα ομοιοκαταληξίας συνδυασμένα με ιδιαίτερο περιεχόμενο και νόημα. Οι πιο πολλοί από αυτούς έχουν αποδείξει πως η ομοιοκαταληξία είναι ένα εργαλείο διασκέδασης που χρησιμοποιείται ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Αρκετοί μάλιστα έχουν δείξει την ικανότητά τους εξίσου σε ομοιοκαταληκτικό όσο και ανομοιοκατάληκτο ραπ (βλ. Doseone και Noah 23).

Συνοψίζοντας, το ραπ είναι μια μετεξέλιξη της ποίησης τα χαρακτηριστικά της οποίας έχουν άμεση εφαρμογή και στο ίδιο, στο βαθμό που καλύπτουν τις ανάγκες του εκάστοτε καλλιτέχνη και του κοινού του. Κατά γενικό κανόνα, μπορούμε να ισχυριστούμε πως στο ραπ των δεκαετιών '70 και  '80 υπάρχει μια αναλογία του τύπου:
ποιοτικότερη ομοιοκαταληξία – ελλιπές περιεχόμενο
ελλιπής ομοιοκαταληξία – ποιοτικότερο περιεχόμενο
Αυτό αλλάζει ιδιαίτερα την εποχή του '90, με τον απόλυτο διανοητικό διαχωρισμό του ραπ, όπου οι διανοητικιστές ράπερς εκφράζουν και τα δύο άκρα, ενώ οι κοινώς αποδεκτοί ράπερς εκφράζουν απλώς τη μετριότητα. Έτσι έχουμε:
εναλλακτικό ραπ με μεστό περιεχόμενο – δυνατή τεχνοτροπία ή καθόλου
κοινώς αποδεκτό ραπ κενό περιεχομένου – μέτρια τεχνοτροπία, αρεστή στο μέσο αυτί

Στο ελληνικό παραδοσιακό ραπ, οι πρωτεργάτες της καλής ομοιοκαταληξίας ήταν δύο MC's που έκαναν αισθητή την επιρροή τους από την κλασική ποίηση. Αυτοί ήταν ο Δημήτρης Μετζέλος και ο Μιχάλης Μυτακίδης. Δε θα εμβαθύνω στο νόημα και στο περιεχόμενο των στίχων τους. Θα πω απλώς, κλείνοντας, πως η ομοιοκαταληξία και το μέτρο στο ραπ είναι εργαλεία που έχουν ως σκοπό τους την εύκολη απομνημόνευση στίχων από τον ίδιο το ράπερ, αλλά και από το κοινό του, τον εντυπωσιασμό και την καλύτερη ακουστική. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της παραδοσιακής ποίησης και άρα το ραπ που είναι συνυφασμένο με αυτά δε μπορεί να μη χαρακτηριστεί ως ποίηση. Αναφέρω και πάλι: ρυθμός και ποίηση, RAP. Το να απορρίπτει κάποιος την έλλειψη μέτρου και ομοιοκαταληξίας από το ραπ είναι σαν να απαρνείται την ιστορία της ποίησης, σαν να λέει πως κάποια πράγματα δε συνέβησαν. Το ότι ένα μουσικό κομμάτι που αυτοχαρακτηρίζεται ως ραπ και απευθύνεται σε ραπ κοινό δεν πατάει πάνω σε παραδοσιακά μέτρα 4/4, δεν έχει τύμπανα, εκφράζεται χωρίς ομοιοκαταληξία και δεν έχει παρηχήσεις, μάλλον το μόνο που σημαίνει είναι πως δε στοχεύει στο να ακουστεί σε κάποιο μεγάλο κέντρο διασκέδασης. Δε μπορεί κάποιος να έχει μία τέτοια πρόθεση εξειδικεύοντας υπερβολικά τα νοήματά του και αφαιρώντας ή εξελίσσοντας υπερβολικά τις τεχνικές του. Από τον καιρό του Αριστοτέλη η μεσότητα, το μέτρο και επαγωγικά η μετριότητα θεωρούνται η καθεστηκυία κατάσταση και οτιδήποτε είναι ακραίο προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ανήκει στο  περιθώριο. Το ίδιο το περιθώριο εκφράζει την έννοια του άκρου.

3. Για το χρήμα.

Ζούμε σε καιρό Κρίσης. Να διαχωρίσω αρχικά την Κρίση (όπως πχ κοινωνική ή οικονομική) από την κρίση (την λήψη απόφασης). Το αρχαίο ρήμα κρίνειν σημαίνει το να διακρίνω, το να διαχωρίζω και να βάζω τα πράγματα στη θέση τους, λαμβάνοντας έτσι τις κατάλληλες αποφάσεις. Η εμπειρία σε αυτό και η μετέπειτα κριτική ικανότητα που αναπτύσσεται δημιουργεί τα λεγόμενα κριτήρια. Η έλλειψη κριτηρίων και κριτικής ικανότητας οδηγεί στην περίοδο της Κρίσης. Αυτό συμβαίνει όποτε στην ιστορία επέρχεται ένας κορεσμός από κάτι και ο πολιτισμός αναζητά διέξοδο σε κάτι άλλο. Αρχικά πανικοβάλλεται επειδή το ένστικτό του τον οδηγεί σε κάτι νέο, μα το μυαλό του ξεβολεύεται από τη σιγουριά του παρελθόντος και αποζητά την επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση. Είναι η λεγόμενη κρίση των ηθικών αξιών.

Η ηθική, τώρα, αριστοτελικά, προέρχεται από το έθος, τη συν-ήθεια. Μια καλή ιδέα που έγινε πράξη, δούλεψε και από τότε την κρατάμε σε εφαρμογή. Κάτι που διαχωρίζει κάτι καλό από κάτι κακό. Τη χωρίζω σε δύο είδη: την εσωτερική ηθική (που λέει για παράδειγμα πως το να υπάρχουν όπλα είναι κακό γιατί τα όπλα έχουν φτιαχτεί για να σκοτώνουν και πως το να σκοτώνει κανείς είναι κακό) και την εφαρμοσμένη ηθική (που λέει για παράδειγμα πως ένα όπλο είναι καλό άμα μπορεί να σκοτώσει γρήγορα, εύκολα και αθόρυβα). Η πρώτη αναφέρεται στη θεωρία και η δεύτερη στην πράξη.

Η πράξη έχει να κάνει με τη χρησιμότητα. Κάτι γίνεται με γνώμονα το πόσο χρηστικό είναι. Το χρήμα απηχούσε τη χρησιμότητα. Ένα χρηστικό εργαλείο που θα αντικαθιστούσε τη θεωρία ότι δέκα πακέτα μακαρόνια ισούνται με μία ώρα δουλειάς στο εργοστάσιο με το 1/4 ενός βιβλίου του Νίτσε και με μία μπύρα στο μπαρ. Δε θα προχωρήσω ιδιαίτερα στις κοινωνικές αντιφάσεις που δημιούργησε ένα τέτοιο άχρηστο εργαλείο στον κόσμο μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο. Τα αποτελέσματά του είναι ορατά παντού και παγκόσμια. Το ερώτημα είναι: είναι το χρήμα χρήσιμο και χρηστικό σήμερα; Μπορεί ο βιοπορισμός να βασιστεί σε αυτό για πολύ καιρό ακόμα; Μπορεί ένας ράπερ του “περιθωρίου” με ανομοιοκατάληκτους στίχους να περιμένει το βιοπορισμό του από κάτι τέτοιο;

Στην ιδεατή καπιταλιστική κοινωνία (υπάρχει ακόμα στις σκανδιναβικές χώρες πατώντας στα πτώματα της μεσογείου, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας), ο καθένας κάνει αυτό που του αρέσει και επειδή ακριβώς κάνει καλά τη δουλειά του αμείβεται ανάλογα. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει την κοινή αποδοχή. Ένας καλός ράπερ είναι αυτός που τον αποδέχονται όλοι. Ο περιθωριακός ράπερ, όσο καλά και να κάνει τη δουλειά του ως τέτοιος, στη σφαίρα του διαχωρισμού του θεάματος παραμένει στο περιθώριο και η ενασχόλησή του με το ραπ ανήκει στο τομέα του χόμπι. Κοινώς, πρέπει να βρει μια δουλειά.

Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχουν δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να κάνω μία δουλειά παραπλήσια με το ενδιαφέρον μου, το οποίο θα το τροποποιήσω στο επίπεδο που θα γίνει αρεστό στο μέσο όρο όπου απευθύνομαι ώστε να πάρω το μισθό μου. Αν παρουσιάσω τον εαυτό μου ως ράπερ ή ως DJ σε ένα μαγαζί που μου προσφέρει 40 ευρώ μεροκάματο και που ιδεατά γεμάτο χωράει 150 άτομα θα πρέπει να προσαρμόσω το πρόγραμμά μου σε αυτά. Σε επίπεδο απόλυτου επαγγελματισμού, μπορώ να πω και μερικά παλιά παραδοσιακά ελληνικά ραπ τραγούδια, όπως το “Να τους δω να τρέχουν” ή ανάλογα το “Καλώς ήρθες παράξενε στον τόπο μου”, να μιμηθώ και τη φωνή των τραγουδιστών και το μεροκάματό μου θα με περιμένει μαζί με τα κεράσματα. Αν θέλω, όμως να πω μόνο τα δικά μου κομμάτια, θα κάτσουν μόνο όσοι έχουν έρθει για να δουν ειδικά εμένα, τα έσοδα στο μπαρ θα είναι ελάχιστα επειδή οι φίλοι μου θα έρθουν με ποτά απ' έξω ή μπορεί και να μην πίνουνε καν, αλλά θα περάσουμε τέλεια.

Η δεύτερη επιλογή, που έρχεται σε μεγαλύτερη ρεαλιστική επαφή με το σήμερα, είναι το να διαχωρίσω εντελώς τις δύο μου φύσεις, όντας ταυτοχρόνως θύμα του καπιταλιστικού θεαματικού διαχωρισμού, μα και συνειδητός ταξικός εχθρός του. Βρίσκω οποιαδήποτε άλλη πηγή χρήματος, αντί για τον ευφημισμό “βιο-πορίζομαι”, γίναμαι “βιο-μήχανος”, μηχανεύομαι δηλαδή τρόπους για να τα βγάλω πέρα και διαμορφώνω το περιβάλλον της εργασίας μου με τέτοιο τρόπο ώστε να το κάνω κατά το δυνατόν οικείο. Και έπειτα απορροφώ από το σύστημα τους πόρους που θα μου δώσουν την ευκαιρία να εκφράσω σε μεγαλύτερο και τελειότερο βαθμό αυτό που το σύστημα θέλει να ονομάζω “χόμπι” μου, το οποίο δεν είναι άλλο από τη συνεχή εργασία για την καταστροφή αυτού του συστήματος που μου επιβάλλει μια τέτοια ανελεύθερη κατάσταση.

Το χρήμα, λοιπόν, είναι όντως κάτι χρηστικό, αρκεί να μπορεί να ληφθεί σε μεγάλες ποσότητες με εύκολο τρόπο και να διοχετευθεί στον αγώνα εναντίον του. Αυτή η αντίφαση είναι που δημιουργεί την Κρίση. Ο διαχωρισμός, η διάκριση των ενασχολήσεων είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού που τον οδηγεί στην Κρίση του και θα επιφέρει το επερχόμενο ξεπέρασμά του.

Ένα CD που πωλείται στην τιμή των 5 ευρώ, παράλληλα διαθέσιμο και στο διαδίκτυο, με καθαρά αντι-θεαματικό περιεχόμενο λαμβάνει την τιμή του μόνο και μόνο για μπορέσουν οι δημιουργοί του να συνεχίσουν τον αντι-καπιταλιστικό τους αγώνα μέσα από τον τρόπο έκφρασής τους, με την κυκλοφορία κάποιου επόμενου δίσκου. Δε μπορεί να αποσκοπεί στο βιοπορισμό. Ο βιοπορισμός είναι μία σταθερά που περιέχει γύρω της έννοιες όπως μηνιάτικο, μεροκάματο, μισθός κοκ. Εάν ένας ράπερ γνωρίζει πως καθημερινά μπορεί να πουλάει 5-6 CD των 5 ευρώ και περιοδεύει συχνά σε συναυλίες που του αποφέρουν σταθερά κέρδη λόγω της επιτυχίας του, μπορεί να ελπίζει σε βιοπορισμό. Αλλά ο νόμος των πιθανοτήτων λέει πως το περιεχόμενο των στίχων του μάλλον δε θα έχει να κάνει με πολύ εξειδικευμένα θέματα που αγγίζουν μια πολύ μικρή μερίδα του πληθυσμού.

Τέλος, το χρήμα αναφέρεται σε μια αναλογική κοινωνία, όπου το να παίρνω κάτι υλικό σημαίνει τη στέρηση αυτού του πράγματος  από τον προηγούμενο κάτοχό του, όπου είτε του προσφέρω κάτι άλλο ως αντάλλαγμα (πχ χρήματα) είτε του το στερώ με βία (πχ απαλλοτρίωση). Στην ψηφιακή εποχή δεν ισχύει κάτι τέτοιο στα νέα προϊόντα, και ειδικά στην τέχνη. Το ψηφιακό αντίγραφο ενός CD δε στερεί από κάποιον το αντίτυπό του. Τα υλικά αντίτυπα που βγαίνουν απευθύνονται σε άτομα που επιθυμούν να στηρίξουν μία προσπάθεια που για να πραγματοποιηθεί απαιτήθηκαν κάποιες κάποιες οικονομικές σπατάλες, όπως η επίσκεψη σε ή η δημιουργία ενός στούντιο, τα τυπώματα και άλλα. Επίσης, επειδή είμαστε ακόμα αμφίβια όντα μεταξύ του αναλογικού και του ψηφιακού γίγνεσθαι, πολλοί από μας έχουν ακόμα κατάλοιπα του καπιταλισμού και δεν ευχαριστιόμαστε ή δε δίνουμε την πρέπουσα σημασία σε κάτι αν δεν πληρώσουμε για αυτό. Το δωρεάν μας φαίνεται ακόμα σαν το διαφημιστικό φυλλάδιο που μας δίνει κάποιος στο δρόμο και το πετάμε στον επόμενο κάδο που θα βρούμε ή και κάτω για να το μαζέψει μετά ένας καθαριστής. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι παιδεία πάνω στο ότι η ελευθερία είναι συνυφασμένη με το δωρεάν και πως στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό, πάντα το τζάμπα είναι πιο νόστιμο.

Μπορείς να κλέψεις τα 8 Φετίχ; Κάν’ το!
Μπορείς να τα στηρίξεις; Κάν’ το κι αυτό!
Μπορείς να κάνεις και τα δύο;